Ο περιβόητος εβραίος Άγγλος ναύαρχος Τόμας Κόχραν δολοφόνησε τον Καραϊσκάκη
Ο περιβόητος απατεώνας ναύαρχος Τόμας Κόχραν, τα δάνεια και η δολοφονία του Καραϊσκάκη
Την εποχή της συνομολόγησης του δεύτερου δανείου κάνει την εμφάνισή του στο ελληνικό προσκήνιο, ο περιβόητος ναύαρχος Κόχραν.
Η υπόθεση Κόχραν είναι από τις πιο μαύρες σελίδες του Αγώνα.
Επρόκειτο για μία συνωμοσία Άγγλων κερδοσκόπων, τραπεζιτών και κυρίως “φιλελλήνων”, ενισχυμένη από τη μωρία των αντιπροσώπων της ελληνικής κυβέρνησης στο Λονδίνο.
Του Ανδρέα Λουριώτη και κυρίως του Ιωάννη Ορλάνδου, γαμπρού των Κουντουριωτέων, που έπαιζε τον ρόλο πρεσβευτή της Ελλάδας στην Ευρώπη και κυβερνητικού συμβούλου σε όλα τα εξωτερικά ζητήματα. Όλες αυτές οι συγκυρίες έφεραν στην Ελλάδα έναν αδίστακτο τυχοδιώκτη, έναν μισέλληνα μισθοφόρο. Τον Θωμά Κόχραν.
Ο Thomas Cohrane ήταν απότακτος πλοίαρχος του αγγλικού πολεμικού ναυτικού. Ανυπόληπτο πρόσωπο στην πατρίδα του, παλαιός τρόφιμος των φυλακών, βρέθηκε μισθοφόρος σε τρεις νοτιοαμερικάνικες χώρες, της Χιλής του Περού και της Βραζιλίας, για να πολεμήσει εναντίον των Ισπανών και των Πορτογάλων.
Η ακατανίκητη φιλοχρηματία του τον οδήγησε στην πατρίδα του σε μία χρηματιστηριακή απάτη με μετοχές φούσκες, η οποία είχε ως αποτέλεσμα την απόταξή του από το αγγλικό ναυτικό και τη φυλάκισή του. Δραπετεύει όμως, καταφεύγει αρχικά στη Χιλή και προσφέρει τις υπηρεσίες του στους Χιλιανούς επαναστάτες, ως μισθοφόρος εναντίον των Ισπανών. Έρχεται σε ρήξη με τους Χιλιανούς λόγω των εξωφρενικών απαιτήσεων του και μισθώνει τις υπηρεσίες του στους Βραζιλιάνους, που είχαν επαναστατήσει κατά των Πορτογάλων. Δεν αργεί, όμως, να τσακωθεί και με αυτούς, αρπάζει μία φρεγάτα του βραζιλιάνικου ναυτικού και το σκάει για την Αγγλία, όπου, όταν, φθάνει τον Ιούνιο του 1825, τρεις μήνες μετά τη σύναψη του ελληνικού δανείου, τον υποδέχονται με τιμές ήρωα!
Αυτόν λοιπόν τον απίθανο τυχοδιώκτη, «τον ιδιοφυή μισθοφόρο, τον άσσο της δημαγωγίας που δεν προσέφερε τις υπηρεσίες του, αλλά τις πουλούσε»,* επιβάλλουν αυθαίρετα, με το έτσι θέλω, οι πιστωτές του δανείου και τον αποδέχονται οι Έλληνες αντιπρόσωποι της ελληνικής κυβέρνησης, Λουριώτης και Ορλάνδος, ως αρχηγό του ελληνικού πολεμικού ναυτικού, που επρόκειτο να ναυπηγηθεί με τις λίρες του δεύτερου δανείου, με τον οποίο «μέσα σε λίγες εβδομάδες θα βρίσκεται στην Κωνσταντινούπολη και θα κάψει τα τούρκικα καράβια στο λιμάνι...», όπως τους διαβεβαίωσε προσωπικά.
Γύρω από αυτή τη συμφωνία της συμμετοχής του Κόχραν στον ελληνικό αγώνα, παίχθηκαν στο Λονδίνο ανομολόγητα παιχνίδια κερδοσκοπίας, απάτης, απειλών και εκβιασμών σε βάρος της Ελλάδας, με αντικειμενικό σκοπό τη λεηλασία από τους επιτήδειους κερδοσκόπους του δεύτερου νεοπαγούς δανείου. Το δάνειο αυτό, όπως είπαμε, προοριζόταν για τη ναυπήγηση σύγχρονου πολεμικού στόλου, δηλαδή έξι ατμοκίνητων και δυο φρεγαδών, τα οποία κατά τη συμφωνία έπρεπε να παραδοθούν στην Ελλάδα τον Νοέμβριο του 1825.
Τη διοίκηση του στόλου θα ανελάμβανε ο Κόχραν.
Ο Κόχραν πάλι από τη μεριά του, παρίστανε τον αδιάφορο μέχρι να επιτύχει το καλύτερο δυνατόν για τις τσέπες του. Με την προτροπή των δανειστών οι Έλληνες πληρεξούσιοι, τον επισκέπτονται για να τον βολιδοσκοπήσουν σχετικά.
Έτσι η λύσει Κόχραν επιβάλλεται εκβιαστικά.
Οι Έλληνες αντιπρόσωποι υποχωρούν. Υπογράφουν μαζί του μία λεόντειο συμφωνία. Η αμοιβή που αξίωσε και πήρε, «για να εξαφανίσει τους Τούρκους από την Ελλάδα», ήταν 57.000 λίρες, 37.000 λίρες μετρητά προκαταβολή και 20.000 κατάθεση σε τράπεζα, ποσό όχι απλώς τεράστιο για την εποχή του, αλλά εξωφρενικό, αφού αντιπροσώπευε το μισό του τότε εθνικού εισοδήματος.
Εκτός από την αμοιβή αυτή θα είχε το δικαίωμα να πουλάει για λογαριασμό του κάθε εχθρικό πλοίο που θα αιχμαλώτιζε μαζί με το φορτίο του. Αξίως ακόμη να αγορασθούν αμέσως -και αγοράστηκαν- με τα χρήματα του δανείου δυο κότερα, ένα για τον ίδιο και ένα για τους φίλους του, για να κάνει τις κρουαζιέρες του στο Αιγαίο.
Τέλος ήταν εκείνος που θα αποφάσιζε για τα πάντα και η ελληνική κυβέρνηση απλώς θα «συμπαρίστατο», όπως κάνει τώρα η δική μας στο Κυπριακό.
Αλλά για να έλθει ο “ναύαρχος” στην Ελλάδα ήθελε και πλοία. Η απόφαση της ελληνικής κυβέρνησης ήταν να αγοραστούν οκτώ φρεγάτες.***
(Ο Κολοκοτρώνης φώναζε να μην πάρουμε το δάνειο, αλλά από το Λονδίνο που βρισκόταν ο Ι. Ορλάνδος (γαμπρός του Κουντουριώτη) ούρλιαζε «να τον κρεμάσουν, εδώ και τώρα».)
Αντί για αγορά, οι “προστάτες” φιλέλληνες δανειστές μας μαζί με τον Κόχραν αποφάσισαν να ναυπηγηθούν καινούργια πλοία,**** ενώ οι Τούρκοι και ο Ιμπραήμ αλώνιζαν το Αιγαίο και το Μεσολόγγι έπεφτε. Η παραγγελία για τη ναυπήγηση πέντε ατμοκίνητων πλοίων δόθηκε σε κολλητό ναυπηγό του Κόχραν, που ναυπηγούσε πλοία και για λογαριασμό του Μεχμέτ Αλή της Αιγύπτου.
Πάλι μεσιτείες, πάλι προμήθειες.
Τελικά έκανε την εμφάνισή του στην Αίγινα αρχές Μαρτίου 1827. Τον υποδέχθηκαν ως τον αναμενόμενο Μεσσία, με τιμές και παράτες.
«Ο Κόχραν κι ο Τσωρτς, μέσα στις λίγες ημέρες που βρίσκονταν στον Πειραιά, κατάλαβαν πως ένας είχε τη δύναμη να αντιταχθεί στα σχέδιά τους, ο Καραϊσκάκης. Η εντολή που είχανε πάρει ήταν να πνιγεί η επανάσταση στη Στερεά, για να μπορέσει η Αγγλία να πετύχει το διπλωματικό της παιχνίδι, τον περιορισμό δηλαδή του απελευθερωτικού κινήματος του Μοριά, για να ‘χει το μικρό, αδύναμο και μισοανεξάρτητο ναυτικό κράτος που θα δημιουργούνταν κάτω από τον έλεγχό της. (…) Ο Καραϊσκάκης έπεσε θύμα της εγγλέζικης πολιτικής στην Ελλάδα και εμπνευστές της σατανικιάς δολοφονίας του στάθηκαν ο Κόχραν, ο Τσωρτς κι ο Μαυροκορδάτος».
http://dia-kosmos.blogspot.gr/
Μνημείο Ναυάρχου Thomas Cochrane (Βαλπαραΐσο, Χιλή) |
Την εποχή της συνομολόγησης του δεύτερου δανείου κάνει την εμφάνισή του στο ελληνικό προσκήνιο, ο περιβόητος ναύαρχος Κόχραν.
Η υπόθεση Κόχραν είναι από τις πιο μαύρες σελίδες του Αγώνα.
Επρόκειτο για μία συνωμοσία Άγγλων κερδοσκόπων, τραπεζιτών και κυρίως “φιλελλήνων”, ενισχυμένη από τη μωρία των αντιπροσώπων της ελληνικής κυβέρνησης στο Λονδίνο.
Του Ανδρέα Λουριώτη και κυρίως του Ιωάννη Ορλάνδου, γαμπρού των Κουντουριωτέων, που έπαιζε τον ρόλο πρεσβευτή της Ελλάδας στην Ευρώπη και κυβερνητικού συμβούλου σε όλα τα εξωτερικά ζητήματα. Όλες αυτές οι συγκυρίες έφεραν στην Ελλάδα έναν αδίστακτο τυχοδιώκτη, έναν μισέλληνα μισθοφόρο. Τον Θωμά Κόχραν.
Ο Thomas Cohrane ήταν απότακτος πλοίαρχος του αγγλικού πολεμικού ναυτικού. Ανυπόληπτο πρόσωπο στην πατρίδα του, παλαιός τρόφιμος των φυλακών, βρέθηκε μισθοφόρος σε τρεις νοτιοαμερικάνικες χώρες, της Χιλής του Περού και της Βραζιλίας, για να πολεμήσει εναντίον των Ισπανών και των Πορτογάλων.
Η ακατανίκητη φιλοχρηματία του τον οδήγησε στην πατρίδα του σε μία χρηματιστηριακή απάτη με μετοχές φούσκες, η οποία είχε ως αποτέλεσμα την απόταξή του από το αγγλικό ναυτικό και τη φυλάκισή του. Δραπετεύει όμως, καταφεύγει αρχικά στη Χιλή και προσφέρει τις υπηρεσίες του στους Χιλιανούς επαναστάτες, ως μισθοφόρος εναντίον των Ισπανών. Έρχεται σε ρήξη με τους Χιλιανούς λόγω των εξωφρενικών απαιτήσεων του και μισθώνει τις υπηρεσίες του στους Βραζιλιάνους, που είχαν επαναστατήσει κατά των Πορτογάλων. Δεν αργεί, όμως, να τσακωθεί και με αυτούς, αρπάζει μία φρεγάτα του βραζιλιάνικου ναυτικού και το σκάει για την Αγγλία, όπου, όταν, φθάνει τον Ιούνιο του 1825, τρεις μήνες μετά τη σύναψη του ελληνικού δανείου, τον υποδέχονται με τιμές ήρωα!
Αυτόν λοιπόν τον απίθανο τυχοδιώκτη, «τον ιδιοφυή μισθοφόρο, τον άσσο της δημαγωγίας που δεν προσέφερε τις υπηρεσίες του, αλλά τις πουλούσε»,* επιβάλλουν αυθαίρετα, με το έτσι θέλω, οι πιστωτές του δανείου και τον αποδέχονται οι Έλληνες αντιπρόσωποι της ελληνικής κυβέρνησης, Λουριώτης και Ορλάνδος, ως αρχηγό του ελληνικού πολεμικού ναυτικού, που επρόκειτο να ναυπηγηθεί με τις λίρες του δεύτερου δανείου, με τον οποίο «μέσα σε λίγες εβδομάδες θα βρίσκεται στην Κωνσταντινούπολη και θα κάψει τα τούρκικα καράβια στο λιμάνι...», όπως τους διαβεβαίωσε προσωπικά.
Γύρω από αυτή τη συμφωνία της συμμετοχής του Κόχραν στον ελληνικό αγώνα, παίχθηκαν στο Λονδίνο ανομολόγητα παιχνίδια κερδοσκοπίας, απάτης, απειλών και εκβιασμών σε βάρος της Ελλάδας, με αντικειμενικό σκοπό τη λεηλασία από τους επιτήδειους κερδοσκόπους του δεύτερου νεοπαγούς δανείου. Το δάνειο αυτό, όπως είπαμε, προοριζόταν για τη ναυπήγηση σύγχρονου πολεμικού στόλου, δηλαδή έξι ατμοκίνητων και δυο φρεγαδών, τα οποία κατά τη συμφωνία έπρεπε να παραδοθούν στην Ελλάδα τον Νοέμβριο του 1825.
Τη διοίκηση του στόλου θα ανελάμβανε ο Κόχραν.
Ο Κόχραν πάλι από τη μεριά του, παρίστανε τον αδιάφορο μέχρι να επιτύχει το καλύτερο δυνατόν για τις τσέπες του. Με την προτροπή των δανειστών οι Έλληνες πληρεξούσιοι, τον επισκέπτονται για να τον βολιδοσκοπήσουν σχετικά.
Το τι έγινε σ’ εκείνην την συνάντηση περιγράφεται σε επιστολή των αντιπροσώπων προς τους Κουντουριωταίους:
«Του έκάμαμεν*** μίαν άπλήν έπίσκεψιν... χωρίς νά του γίνη παρ’ ημών καμμία πρότασις, μάς έβεβαίωσεν ότι λυπάται πολύ, διότι ών δεμένος με τήν Διοίκησιν τής Βραζιλίας δεν ήμπορεί κατά τόν πόθον του νά ύπάγη νά συναγωνισθή μετά τών Ελλήνων, ενώ μάς είπε μετά βεβαιότητος ότι με δύο φρεγάτας κα'ι δύο ατμοκίνητα θά ήμποροϋσε νά ύπάγη ις Κωνσταντινούπολιν και νά κατακαύση άλανθάστως τόν τούρκικον στόλον και ότι ήθελε τύχει έμπροσθεν του... Μετά δύο ημέρας διεδόθη διά τών εφημερίδων ότι ό είρημένος λόρδ Κόχραν θέλει ύπάγη ίσως νά βοηθήση τούς 'Έλληνας και έκτοτε ό είρημένος κύριος 'Ρικάρδος, ό δανειστής μας, πηγαινοέρχεται πρός ημάς καθ’ ημέραν παρακινών μας μετ’ επιμονής και σχεδόν βιάζων μας νά μήν παραβλέψωμεν αύτήν τήν περίστασιν... άλλά νά συμφωνήσωμεν μετά του ρηθέντος λόρδου καϊ να έλθη τούτος αυτού με δυο φρεγάτας καί μέ μερικά άτμοκίνητα, τά οποία θά άγορασθοΰν εδώ μέ χρήματα τής Ελληνικής Διοικήσεως. Εις τούτο επιμένει μέ τόσον πείσμα ό κύριος 'Ρικάρδος, ώστε έφθασε νά μάς φοβερίζη νά μήν μάς δώση πλέον χρήματα, λέγων ότι ό Θεός μάς έστειλε τούτον τόν θειον άνθρωπον και ημείς δεν ήξεύρομεν νά ώφεληθώμεν άπό τήν περίστασιν. Διά νά γίνη αυτή ή εκστρατεία χρειάζονται έως 150.000 λίρες στερλίνες, ώς μάς λέγουν και ώς φαίνεται, ό 'Ρικάρδος και οί είρημένοι φίλοι μας θέλει ώμίλησαν μετά τού λόρδου Κόχραν και θέλει έβεβαιώθησαν ότι ούτος έμπορεί νά καταβή είς τήν Ελλάδα».
*Το τι συνέβη στη συνέχεια δεν περιγράφεται.
Ο Κόχραν δήλωνε ότι θα ήθελε πολύ να έλθει στην Ελλάδα, αλλά δεν μπορούσε γιατί τον εμπόδιζε το συμβόλαιό του με τους Βραζιλιάνους, από τους οποίους είχε κλέψει τη φρεγάδα και τον έψαχναν ως κλέφτη και λιποτάκτη και από την άλλη πλευρά, οι φίλοι του και οι πάτρωνες του δανειστές εξεβίαζαν την Ελλάδα να αποδεχθεί τις υπηρεσίες του και να τον προσλάβει ως αρχηγό του στόλου, χωρίς δεύτερη κουβέντα.
Πραγματικές διαπραγματεύσεις μεταξύ των Ελλήνων πληρεξουσίων και Κόχραν δεν γίνονται. Οι απειλές, οι εκβιασμοί, οι πολιτικές, οικονομικές, και χρηματιστηριακές παρεμβάσεις δίνουν και παίρνουν.
Ο αντιπρόσωπος Ορλάνδος, γράφει στον Πρόεδρο Κουντουριώτη:
Πραγματικές διαπραγματεύσεις μεταξύ των Ελλήνων πληρεξουσίων και Κόχραν δεν γίνονται. Οι απειλές, οι εκβιασμοί, οι πολιτικές, οικονομικές, και χρηματιστηριακές παρεμβάσεις δίνουν και παίρνουν.
Ο αντιπρόσωπος Ορλάνδος, γράφει στον Πρόεδρο Κουντουριώτη:
«Διά νά μάς δοθεί εν μέρος τών χρημάτων και διά νά μήν άκυρωθεί τό δάνειον, οί δανεισταί μας, καθώς και όλοι έδώ οί σημαντικοί Άγγλοι φιλέλληνες, άλλην θεραπείαν δέν εύρον παρά τό να δεχθώμεν τήν περί του λόρδου Κόχραν πρότασίν των... Τώρα όμως, ίδόντες το αδύνατον του νά λάβωμεν χρήματα κατ’ άλλον τρόπον, και τρομάξαντες διά τήν τύχην τής πατρίδος, επειδή χωρίς χρήματα ή Ελλάς δεν ήμπορεί νά ύπάρξη, ήναγκάσθημεν νά κλίνωμεν και να συμφωνήσωμεν τόν λόρδον Κόχραν να κατεβή εις τήν Ελλάδα».*
Έτσι η λύσει Κόχραν επιβάλλεται εκβιαστικά.
«Μάς έστενοχώρησαν τόσον διά νά συγκατανεύσωμεν είς αυτήν τήν ύπόθεσιν Κόχραν, ώστε δεν ήμπορέσαμεν νά τήν άπορρίψωμεν».**
Οι Έλληνες αντιπρόσωποι υποχωρούν. Υπογράφουν μαζί του μία λεόντειο συμφωνία. Η αμοιβή που αξίωσε και πήρε, «για να εξαφανίσει τους Τούρκους από την Ελλάδα», ήταν 57.000 λίρες, 37.000 λίρες μετρητά προκαταβολή και 20.000 κατάθεση σε τράπεζα, ποσό όχι απλώς τεράστιο για την εποχή του, αλλά εξωφρενικό, αφού αντιπροσώπευε το μισό του τότε εθνικού εισοδήματος.
Εκτός από την αμοιβή αυτή θα είχε το δικαίωμα να πουλάει για λογαριασμό του κάθε εχθρικό πλοίο που θα αιχμαλώτιζε μαζί με το φορτίο του. Αξίως ακόμη να αγορασθούν αμέσως -και αγοράστηκαν- με τα χρήματα του δανείου δυο κότερα, ένα για τον ίδιο και ένα για τους φίλους του, για να κάνει τις κρουαζιέρες του στο Αιγαίο.
Τέλος ήταν εκείνος που θα αποφάσιζε για τα πάντα και η ελληνική κυβέρνηση απλώς θα «συμπαρίστατο», όπως κάνει τώρα η δική μας στο Κυπριακό.
Αλλά για να έλθει ο “ναύαρχος” στην Ελλάδα ήθελε και πλοία. Η απόφαση της ελληνικής κυβέρνησης ήταν να αγοραστούν οκτώ φρεγάτες.***
(Ο Κολοκοτρώνης φώναζε να μην πάρουμε το δάνειο, αλλά από το Λονδίνο που βρισκόταν ο Ι. Ορλάνδος (γαμπρός του Κουντουριώτη) ούρλιαζε «να τον κρεμάσουν, εδώ και τώρα».)
Αντί για αγορά, οι “προστάτες” φιλέλληνες δανειστές μας μαζί με τον Κόχραν αποφάσισαν να ναυπηγηθούν καινούργια πλοία,**** ενώ οι Τούρκοι και ο Ιμπραήμ αλώνιζαν το Αιγαίο και το Μεσολόγγι έπεφτε. Η παραγγελία για τη ναυπήγηση πέντε ατμοκίνητων πλοίων δόθηκε σε κολλητό ναυπηγό του Κόχραν, που ναυπηγούσε πλοία και για λογαριασμό του Μεχμέτ Αλή της Αιγύπτου.
Πάλι μεσιτείες, πάλι προμήθειες.
Άλλες παραγγελίες για οκτώ φρεγάτες δόθηκαν σε ναυπηγείο της Αμερικής, που οι δυο πρώτες έπρεπε να παραδοθούν στην Ελλάδα τον Νοέμβριο του 1825.
Στην Αμερική, οι Άγγλοι στέλνουν δικό τους άνθρωπο να παρακολουθεί τη ναυπήγηση των πλοίων -δήθεν για την εξασφάλιση του δανείου- με μισθό 120 λίρες τον μήνα, ποσό τεράστιο για την εποχή του και οι Αμερικάνοι διορίζουν δικό τους απόστρατο αξιωματικό του ναυτικού, ως “επιθεωρητή των πλοίων” με μισθό 12.000 δολλάρια. Όλες αυτές οι αμοιβές, προμήθειες, μεσιτείες ροκανίζουν το περιβόητο αγγλικό δάνειο. Σε λίγο οι Αμερικανοί θα ζητήσουν επί πλέον χρήματα για να εκτελέσουν την παραγγελία. Χρήματα όμως δεν υπάρχουν. Τα έχουν φάει τα τρωκτικά.
Τελικά παραδίδεται μόνο μία φρεγάτα, η “Ελλάς”, με καθυστέρηση ενός χρόνου. Φθάνει στο Ναύπλιο τον Νοέμβριο του 1826. Τη δεύτερη την πουλάνε οι Αμερικανοί για να πληρωθεί η πρώτη!
Άν οι παραγγελίες είχαν εκτελεσθεί μέσα στις προθεσμίες και είχαν παραδοθεί έγκαιρα τα πλοία, θα είχε αλλάξει ριζικά η ροή του πολέμου.
Ο τουρκοαιγυπτιακός στόλος θα είχε εκμηδενισθεί, διότι θα είχαν αποκοπεί οι πηγές ανεφοδιασμού του από τα σύγχρονα ατμοκίνητα ελληνικά πλοία και το Μεσολλόγγι δεν θα έπεφτε.
Στην ουσία, όμως, ούτε οι Άγγλοι ούτε οι Αμερικανοί Εβραίοι....βιάζονταν να παραδώσουν στους Έλληνες τα πολεμικά πλοία, στο πιο κρίσιμο σημείο του Αγώνα. Το μόνο που τους ενδιέφερε ήταν η εξυπηρέτηση αποκλειστικά των δικών τους συμφερόντων.
Αυτή η τεράστια απάτη σε βάρος της χώρας μας, που αγωνιζόταν τον έσχατο αγώνα της ύπαρξής της, στα πρόθυρα της καταστροφής της, δεν έγινε μόνο από την απληστία των εμπλεκομένων στη ναυπήγηση των πλοίων ιδιωτικών εταιρειών και των παντός είδους πρακτόρων τους, αλλά είχε την έγκριση, τη συγκατάθεση και την παρακίνηση των επισήμων κυβερνήσεων αυτών των χωρών.
Οι αμερικανικές κυβερνήσεις πάσχιζαν με κάθε μέσον, σε όλη την περίοδο του ελληνικού ξεσηκωμού, να εξασφαλίσουν την εύνοια του Σουλτάνου για την υπογραφή της αμερικανοτουρκικής εμπορικής συμφωνίας.
Για τον λόγο αυτό απέφευγαν κάθε πρακτική εκδήλωση υπέρ των Ελλήνων, για να μην ενοχληθούν οι Τούρκοι.
Στο πλαίσιο αυτής της πολιτικής εντάσσονται και οι παρεμβάσεις και οι πιέσεις προς τα ναυπηγεία τους να μην παραδοθούν εγκαίρως οι παραγγελθείσες φρεγάτες, μέχρι να συναφθεί η περιβόητη με τους Τούρκους συμφωνία. Το όπιο υπεράνω όλων! Η κοκαΐνη πάνω απ’ ολα. Η coca-cola πάνω απ’ όλα!
Την ίδια απαράλλακτη τακτική ακολουθούσε και η αγγλική κυβέρνηση. Γίνονταν έντονες κυβερνητικές παρασκηνιακές παρεμβάσεις να μην παραδοθεί η μοίρα των πολεμικών πλοίων στους Έλληνες, γιατί οι Τούρκοι θεωρούσαν εχθρική πράξη τη ναυπήγηση αυτών των πλοίων.
Αθόρυβες επεμβάσεις ώστε να μην πραγματοποιηθούν, να μη παραδοθούν, να καθυστερήσουν οι παραγγελίες. Αντί να αγοραστούν και να χρησιμοποιηθούν αμέσως φρεγάτες, απαραίτητες στο πολεμικό ναυτικό, συμφωνείται να ναυπηγηθούν καινούργιες. Ροκάνισμα του χρόνου.
Και στη ξεσηκωμένη χώρα να τρέχει ποτάμι το αίμα.
Στο μεταξύ, τραπεζίτες, μεσίτες, πράκτορες, διαμεσολαβητές, προμηθευτές και “φιλέλληνες”,* με το αζημίωτο, έτρωγαν τα λεφτά του δανείου, για την πληρωμή του οποίου είχε υποθηκευθεί στους πιστωτές ολόκληρη η εθνική γη και τα πενιχρά έσοδα της χώρας. Και δεν περιορίστηκε η Αγγλία μόνο στις παρεμβάσεις αυτές. Σοφίστηκαν οι δαιμόνιοι Άγγλοι να ασκήσουν δίωξη κατά του Κόχραν, ένα εξάμηνο αφότου έφθασε από τη Βραζιλία, ενώ τον είχαν υποδεχθεί με τιμές ήρωα, γιατί έκλεψε και έφερε στην Αγγλία τη βραζιλιάνικη φρεγάτα και ούτε καν τον ενόχλησαν τότε. Το θυμήθηκαν έξι μήνες αργότερα. Και η δίωξη δεν αφορούσε την κλοπή του ξένου πλοίου, αλλά, άκουσον-άκουσον, γιατί είχε υπηρετήσει, λέει, σε ξένο ναυτικό, χωρίς την άδεια του αγγλικού Ναυαρχείου... λησμονώντας βέβαια ότι είχε από χρόνια αποταχθεί από το αγγλικό ναυτικό και ήταν πλέον ιδιώτης.
Η μεθόδευση αυτή ήταν μέρος του γενικότερου σχεδίου να καθυστερήσει η παράδοση των πλοίων στους Έλληνες, τα οποία θα παραλάμβανε και θα διοικούσε ο Κόχραν. Εννοείται ότι όλες αυτές οι “φιλικές” κυβερνητικές υποδείξεις, πιέσεις παρεμβάσεις, και η επίκληση γενικότερα του “εθνικού συμφέροντος” προς τα ναυπηγεία δεν γινόταν φανερά με δημόσιες δηλώσεις, αλλά παρασκηνιακά, μυστικά και αθόρυβα.
Η αποκάλυψή τους έγινε εκ των υστέρων, πολλά χρόνια αργότερα και αποδεικνύεται εκ του αποτελέσματος.
Στην Αμερική, οι Άγγλοι στέλνουν δικό τους άνθρωπο να παρακολουθεί τη ναυπήγηση των πλοίων -δήθεν για την εξασφάλιση του δανείου- με μισθό 120 λίρες τον μήνα, ποσό τεράστιο για την εποχή του και οι Αμερικάνοι διορίζουν δικό τους απόστρατο αξιωματικό του ναυτικού, ως “επιθεωρητή των πλοίων” με μισθό 12.000 δολλάρια. Όλες αυτές οι αμοιβές, προμήθειες, μεσιτείες ροκανίζουν το περιβόητο αγγλικό δάνειο. Σε λίγο οι Αμερικανοί θα ζητήσουν επί πλέον χρήματα για να εκτελέσουν την παραγγελία. Χρήματα όμως δεν υπάρχουν. Τα έχουν φάει τα τρωκτικά.
Τελικά παραδίδεται μόνο μία φρεγάτα, η “Ελλάς”, με καθυστέρηση ενός χρόνου. Φθάνει στο Ναύπλιο τον Νοέμβριο του 1826. Τη δεύτερη την πουλάνε οι Αμερικανοί για να πληρωθεί η πρώτη!
Άν οι παραγγελίες είχαν εκτελεσθεί μέσα στις προθεσμίες και είχαν παραδοθεί έγκαιρα τα πλοία, θα είχε αλλάξει ριζικά η ροή του πολέμου.
Ο τουρκοαιγυπτιακός στόλος θα είχε εκμηδενισθεί, διότι θα είχαν αποκοπεί οι πηγές ανεφοδιασμού του από τα σύγχρονα ατμοκίνητα ελληνικά πλοία και το Μεσολλόγγι δεν θα έπεφτε.
Στην ουσία, όμως, ούτε οι Άγγλοι ούτε οι Αμερικανοί Εβραίοι....βιάζονταν να παραδώσουν στους Έλληνες τα πολεμικά πλοία, στο πιο κρίσιμο σημείο του Αγώνα. Το μόνο που τους ενδιέφερε ήταν η εξυπηρέτηση αποκλειστικά των δικών τους συμφερόντων.
Αυτή η τεράστια απάτη σε βάρος της χώρας μας, που αγωνιζόταν τον έσχατο αγώνα της ύπαρξής της, στα πρόθυρα της καταστροφής της, δεν έγινε μόνο από την απληστία των εμπλεκομένων στη ναυπήγηση των πλοίων ιδιωτικών εταιρειών και των παντός είδους πρακτόρων τους, αλλά είχε την έγκριση, τη συγκατάθεση και την παρακίνηση των επισήμων κυβερνήσεων αυτών των χωρών.
Οι αμερικανικές κυβερνήσεις πάσχιζαν με κάθε μέσον, σε όλη την περίοδο του ελληνικού ξεσηκωμού, να εξασφαλίσουν την εύνοια του Σουλτάνου για την υπογραφή της αμερικανοτουρκικής εμπορικής συμφωνίας.
Για τον λόγο αυτό απέφευγαν κάθε πρακτική εκδήλωση υπέρ των Ελλήνων, για να μην ενοχληθούν οι Τούρκοι.
Στο πλαίσιο αυτής της πολιτικής εντάσσονται και οι παρεμβάσεις και οι πιέσεις προς τα ναυπηγεία τους να μην παραδοθούν εγκαίρως οι παραγγελθείσες φρεγάτες, μέχρι να συναφθεί η περιβόητη με τους Τούρκους συμφωνία. Το όπιο υπεράνω όλων! Η κοκαΐνη πάνω απ’ ολα. Η coca-cola πάνω απ’ όλα!
Την ίδια απαράλλακτη τακτική ακολουθούσε και η αγγλική κυβέρνηση. Γίνονταν έντονες κυβερνητικές παρασκηνιακές παρεμβάσεις να μην παραδοθεί η μοίρα των πολεμικών πλοίων στους Έλληνες, γιατί οι Τούρκοι θεωρούσαν εχθρική πράξη τη ναυπήγηση αυτών των πλοίων.
Αθόρυβες επεμβάσεις ώστε να μην πραγματοποιηθούν, να μη παραδοθούν, να καθυστερήσουν οι παραγγελίες. Αντί να αγοραστούν και να χρησιμοποιηθούν αμέσως φρεγάτες, απαραίτητες στο πολεμικό ναυτικό, συμφωνείται να ναυπηγηθούν καινούργιες. Ροκάνισμα του χρόνου.
Και στη ξεσηκωμένη χώρα να τρέχει ποτάμι το αίμα.
Στο μεταξύ, τραπεζίτες, μεσίτες, πράκτορες, διαμεσολαβητές, προμηθευτές και “φιλέλληνες”,* με το αζημίωτο, έτρωγαν τα λεφτά του δανείου, για την πληρωμή του οποίου είχε υποθηκευθεί στους πιστωτές ολόκληρη η εθνική γη και τα πενιχρά έσοδα της χώρας. Και δεν περιορίστηκε η Αγγλία μόνο στις παρεμβάσεις αυτές. Σοφίστηκαν οι δαιμόνιοι Άγγλοι να ασκήσουν δίωξη κατά του Κόχραν, ένα εξάμηνο αφότου έφθασε από τη Βραζιλία, ενώ τον είχαν υποδεχθεί με τιμές ήρωα, γιατί έκλεψε και έφερε στην Αγγλία τη βραζιλιάνικη φρεγάτα και ούτε καν τον ενόχλησαν τότε. Το θυμήθηκαν έξι μήνες αργότερα. Και η δίωξη δεν αφορούσε την κλοπή του ξένου πλοίου, αλλά, άκουσον-άκουσον, γιατί είχε υπηρετήσει, λέει, σε ξένο ναυτικό, χωρίς την άδεια του αγγλικού Ναυαρχείου... λησμονώντας βέβαια ότι είχε από χρόνια αποταχθεί από το αγγλικό ναυτικό και ήταν πλέον ιδιώτης.
Η μεθόδευση αυτή ήταν μέρος του γενικότερου σχεδίου να καθυστερήσει η παράδοση των πλοίων στους Έλληνες, τα οποία θα παραλάμβανε και θα διοικούσε ο Κόχραν. Εννοείται ότι όλες αυτές οι “φιλικές” κυβερνητικές υποδείξεις, πιέσεις παρεμβάσεις, και η επίκληση γενικότερα του “εθνικού συμφέροντος” προς τα ναυπηγεία δεν γινόταν φανερά με δημόσιες δηλώσεις, αλλά παρασκηνιακά, μυστικά και αθόρυβα.
Η αποκάλυψή τους έγινε εκ των υστέρων, πολλά χρόνια αργότερα και αποδεικνύεται εκ του αποτελέσματος.
«’Ήρχισαν τότε αί άφειδεΐς παραγγελίαι είς ναυπηγούς, ή πρόσληψις στρατηγών και ναυάρχων, ή άθρόα έξαγορά έν τώ χρηματιστηρίω τών προ ολίγου έκδοθεισών ελληνικών ομολογιών, χωρίς ούδεμία μέριμνα νά λαμβάνεται όπως σταλώσιν εις τήν πνέουσαν τά λοίσθια Ελλάδα, είτε χρήματα είτε τουλάχιστον τά παραγγελθέντα πλοία. Και είχε μεν όρισθή προθεσμία διά τήν κατασκευήν και τόν άπόπλουν τών πλοίων τούτων, ή ελλειψις όμως ποινικής ρήτρας καθίστα τήν όρισθείσαν προθεσμίαν όλως θεωρητικήν και ή άνάθεσις τής κατασκευής τών πλοίων ειτε σε άσυνειδήτους Αμερικανούς είτε εις άνδρα στενάς με τόν Μεχμέτ Αλή έχοντα σχέσεις, καθίστα και τήν θεωρητικήν ταύτην έγγύησιν εντελώς κωμικήν».
*Εν τω μεταξύ, οι δύστυχοι Έλληνες περίμεναν τα πλοία και τον Κόχραν να έλθει ως ελευθερωτής, ως θεός, να τους σώσει από τους Τούρκους.
Η προπαγάνδα που είχε γίνει γύρω από το όνομά του άγγιζε τα όρια του θρύλου. Από αυτόν τον... ήρωα, αυτόν... τον μεγάλο άνδρα περίμεναν τη σωτηρία της πατρίδας. Ο ίδιος, όμως, δεν βιαζόταν καθόλου.
Η προπαγάνδα που είχε γίνει γύρω από το όνομά του άγγιζε τα όρια του θρύλου. Από αυτόν τον... ήρωα, αυτόν... τον μεγάλο άνδρα περίμεναν τη σωτηρία της πατρίδας. Ο ίδιος, όμως, δεν βιαζόταν καθόλου.
Για να μην χάνει τον καιρό του, περιμένοντας την παράδοση των πολεμικών από τα μιλημένα ναυπηγεία, έκανε κρουαζιέρα στη Μεσόγειο με τις θαλαμηγούς “Ένωσις” και “Μονόκερως”, που του είχαν χαρίσει οι Έλληνες, διασκεδάζοντας με τις γκόμενες και τους φίλους του, σαν ένας άλλος Ωνάσης της εποχής του, με τα χρήματα των κορόιδων!
Τελικά έκανε την εμφάνισή του στην Αίγινα αρχές Μαρτίου 1827. Τον υποδέχθηκαν ως τον αναμενόμενο Μεσσία, με τιμές και παράτες.
Ένόμισαν οί 'Έλληνες ότι εντός ολίγου θά τούς ελευθερώσει άπό τά δεινά του πολέμου και ήδη όλοι όμιλούσι διά τον Κόχραν και τόν ψάλλουσιν υμνους κα'ι τόν θεωρούσιν ώς σωτήρα και έλευθερωτήν... Βλέπουν τόν Κόχραν ώσάν θαύμα και πιστεύουν ότι θά είναι άνίκητοι άν πολεμήσουν υπό τάς διαταγάς του... τόν έπερίμεναν όπως έπερίμεναν οί Εβραίοι τόν Μεσσία».*
Όλοι τον προσκυνούν και τον δοξολογούν. Η Εθνική Συνέλευση εκφράζει την ευγνωμοσύνη της στον «ένδοξο λόρδο Κόχραν». Τον διορίζει αρχηγό του στόλου, «αρχιστόλαρχον», με απόλυτες εξουσίες, διότι «εκαυχάτο να πυρπολίση τας οθωμανικός ναυς και παράλια φρούρια με νεοφανείς και αγνώστους τινάς προς τους Έλληνας πυροτεχνίας και πυροκαύσεις».**
Ο Μιαούλης του παραδίδει την αρχηγία του στόλου και τίθεται υπό τας διαταγάς του. Μαζί του φέρνει και τον συμπατριώτη του Τσώρτς, ο οποίος αναλαμβάνει την αρχιστρατηγία των χερσαίων ελληνικών δυνάμεων.
Όλοι τον προσκυνούν και τον δοξολογούν. Η Εθνική Συνέλευση εκφράζει την ευγνωμοσύνη της στον «ένδοξο λόρδο Κόχραν». Τον διορίζει αρχηγό του στόλου, «αρχιστόλαρχον», με απόλυτες εξουσίες, διότι «εκαυχάτο να πυρπολίση τας οθωμανικός ναυς και παράλια φρούρια με νεοφανείς και αγνώστους τινάς προς τους Έλληνας πυροτεχνίας και πυροκαύσεις».**
Ο Μιαούλης του παραδίδει την αρχηγία του στόλου και τίθεται υπό τας διαταγάς του. Μαζί του φέρνει και τον συμπατριώτη του Τσώρτς, ο οποίος αναλαμβάνει την αρχιστρατηγία των χερσαίων ελληνικών δυνάμεων.
Οι Έλληνες στρατιωτικοί αρχηγοί απογυμνώθηκαν από κάθε εξουσία.
Από εδώ και πέρα αρχίζει η δράση του. Η σύντομη, όμως, μοιραία και αρνητική για την εξέλιξη του πολέμου της ανεξαρτησίας δράση του. Έναν μήνα αργότερα, τον Απρίλιο του 1827, τον βρίσκουμε να κατευθύνει τις χερσαίες πολεμικές επιχειρήσεις, μέσα από το κότερό του στο Φάληρο, για τη λύση της πολιορκίας της Ακρόπολης, παριστάνοντας τον Αρχιστράτηγο, παραμερίζοντας τον Τσωρτς και τον Καραϊσκάκη, τον οποίο κατηγορούσε για δειλία, γιατί διαφωνούσε με τις διαταγές του, για μία κατά μέτωπον επίθεση κατά των δυνάμεων του Κιουταχή, που πολιορκούσαν την Ακρόπολη. Απειλούσε μάλιστα, ότι θα διακόψει τον ανεφοδιασμό του ελληνικού στρατοπέδου με τρόφιμα και ότι στο τέλος θα έφευγε, αν δεν εκτελούσαν απροφασίστως τη διαταγή του, παίζοντας έτσι με το αίμα των Ελλήνων.
Ο Καραϊσκάκης πολύ σωστά διαφωνούσε και ήθελε κλεφτοπόλεμο στα μετόπισθεν του εχθρού, ώστε να αποκοπούν οι γραμμές ανεφοδιασμού των δυνάμεων του Κιουταχή, ο οποίος μάλιστα ετοιμαζόταν να λύσει την πολιορκία γιατί, σύμφωνα με εξακριβωμένες πληροφορίες ήταν έτοιμοι να στασιάσουν οι στρατιώτες του, από τη χωρίς αποτέλεσμα πολύμηνη πολιορκία της Ακρόπολης και το σημαντικότερο, διότι, μία κατά μέτωπον επίθεση, ήταν καθαρή τρέλα, δίνοντας την ευκαιρία στο τούρκικο ιππικό να λιανίσει τους Έλληνες στην ακάλυπτη πεδιάδα του Φαλήρου, όπως τελικά έγινε.
Για να μην θεωρηθεί όμως δειλός ο υπερήφανος Καραϊσκάκης, υποχώρησε και ξεκινώντας τις αψιμαχίες με τις εχθρικές δυνάμεις στις 22 Απριλίου, άφησε την τελευταία του πνοή στα βαλτοτόπια του σημερινού Νέου Φαλήρου, θύμα, όπως και οι επόμενοι ενός ηλίθιου τυχοδιώκτη, που έκανε τον Μακρυγιάννη να γράψει ότι «Ο Κόχραν δια να μη μείνει κανένας ζωντανός -ήταν αυτός ο αίτιος- ».*
Τον θάνατο του Καραϊσκάκη, ακολουθεί η νέα σφαγή, της 24ης Απριλίου, 1500 παλληκαριών που τα πετσόκοψε το ιππικό του Κιουταχή, μία φοβερή ήττα που οφείλεται «στην πεισματική ηλιθιότητα του Κόχραν και του Τσώρτς... οι οποίοι πρέπει να λογοδοτήσουν στο αμερόληπτο δικαστήριο της ιστορίας και να πέσει στις κεφαλές τους η πιο βαριά καταδίκη για τη σφαγή σχεδόν 2.000 Ελλήνων και Φιλελλήνων».**
Αφού στις 25 Μαΐου παραδόθηκε από τους δικούς μας η Ακρόπολη και οι Τούρκοι παρέμειναν στην Αττική, ο... ένδοξος ναύαρχος, κατηγορώντας για την ήττα τούς Έλληνες, κατευθύνεται στην Ύδρα με τη φρεγάτα του, όπου τον υποδέχεται, με τιμές και τραγούδια, τον κανακεύει και του στρώνει πλούσιο τραπέζι ο κυρ-Γιώργης Κουντουριώτης.
Ομοτράπεζοι του ηθικού αυτουργού του θανάτου χιλιάδων ηρώων αγωνιστών, ο αδελφός του Λάζαρος και ο γαμπρός τους Ορλάνδος, τσιράκια όλοι τους της αγγλικής πολιτικής. Γέλια και χαρές. «Τα φαγητά διαδέχονταν το ένα το άλλο. Τα πιάτα σχημάτιζαν πυραμίδες. Το τραπέζι στέναζε κάτω από το βάρος των κρεάτων. Στην άκρη ένας πελώριος σωρός από πιλάφι και στην άλλη ένα αρνί ψητό με ένα λεμόνι στο στόμα. Και κρασιά μπορντώ. Ύστερα καφές και τσιμπούκι.*** Χαρές και γέλια. Λες και είχαν γάμο. Να ευχαριστήσουν τον σφαγέα, για τη μεγάλη του επιτυχία, την ήττα του, τη νίκη των Τούρκων, για το αθώο αίμα, που χύθηκε εξαιτίας του.
Έξι μήνες πιο ύστερα, οκτώ ημέρες πριν έρθει ο Καποδίστριας στην Ελλάδα, τέλος Δεκεμβρίου 1827, τα μαζεύει ο αλιτήριος και φεύγει, χωρίς καν να ειδοποιήσει την Κυβέρνηση. Ουσιαστικά λιποτάκτησε αφού είχε λάβει και 37.000 λίρες. Για να μην του ζητήσει το ελληνικό δημόσιο πίσω τα λεφτά, αφού έσπασε το συμβόλαιο, έκανε τάχα ότι παραιτείται από τις υπόλοιπες 20.000 λίρες.
Ο Καποδίστριας έκλεισε το θέμα για να απαλλαγεί από το υποκείμενο αυτό. «Εγκατέλειψε τήν Ελλάδα άνευ διαταγής ή άδειας τής Κυβερνήσεως, αύτός ό άδρώς μισθωθείς και τούς μισθούς λαβών εκ προκαταβολής».*
Τελικός απολογισμός της δεκάμηνης παραμονής του στην Ελλάδα:
Τσέπωσε τριάντα επτά χιλιάδες λίρες και άφησε πίσω του πάνω από 3.000 νεκρούς, τραυματίες και αιχμαλώτους, ανυπολόγιστες υλικές ζημίες, στάχτη και αίμα. «Απ’ αυτόν περίμεναν πολλά, αν και μέχρι τέλους δεν έκαμε τίποτε».**
Αυτόν, όμως, τον τυχοδιώκτη απατεώνα, τα σχολικά βιβλία μας τον παρέδωσαν ως μεγάλο φιλέλληνα, ο Δήμος Αθηναίων αφιέρωσε δρόμο με το όνομά του, όπως και του Τσώρτς και κανείς δεν ντρέπεται.
«Ο αιώνιος εξωραϊσμός των φαυλοτήτων και των εγκλημάτων.
Παραχάραξη της ιστορίας, βεβήλωση της μνήμης των θυμάτων του “αρχιστρατήγου”. Τό μαύρο άσπρο».***
Τα ψιλά γράμματα της Ιστορίας
Θεόδωρος Δ. Παναγόπουλος
Από εδώ και πέρα αρχίζει η δράση του. Η σύντομη, όμως, μοιραία και αρνητική για την εξέλιξη του πολέμου της ανεξαρτησίας δράση του. Έναν μήνα αργότερα, τον Απρίλιο του 1827, τον βρίσκουμε να κατευθύνει τις χερσαίες πολεμικές επιχειρήσεις, μέσα από το κότερό του στο Φάληρο, για τη λύση της πολιορκίας της Ακρόπολης, παριστάνοντας τον Αρχιστράτηγο, παραμερίζοντας τον Τσωρτς και τον Καραϊσκάκη, τον οποίο κατηγορούσε για δειλία, γιατί διαφωνούσε με τις διαταγές του, για μία κατά μέτωπον επίθεση κατά των δυνάμεων του Κιουταχή, που πολιορκούσαν την Ακρόπολη. Απειλούσε μάλιστα, ότι θα διακόψει τον ανεφοδιασμό του ελληνικού στρατοπέδου με τρόφιμα και ότι στο τέλος θα έφευγε, αν δεν εκτελούσαν απροφασίστως τη διαταγή του, παίζοντας έτσι με το αίμα των Ελλήνων.
Ο Καραϊσκάκης πολύ σωστά διαφωνούσε και ήθελε κλεφτοπόλεμο στα μετόπισθεν του εχθρού, ώστε να αποκοπούν οι γραμμές ανεφοδιασμού των δυνάμεων του Κιουταχή, ο οποίος μάλιστα ετοιμαζόταν να λύσει την πολιορκία γιατί, σύμφωνα με εξακριβωμένες πληροφορίες ήταν έτοιμοι να στασιάσουν οι στρατιώτες του, από τη χωρίς αποτέλεσμα πολύμηνη πολιορκία της Ακρόπολης και το σημαντικότερο, διότι, μία κατά μέτωπον επίθεση, ήταν καθαρή τρέλα, δίνοντας την ευκαιρία στο τούρκικο ιππικό να λιανίσει τους Έλληνες στην ακάλυπτη πεδιάδα του Φαλήρου, όπως τελικά έγινε.
Για να μην θεωρηθεί όμως δειλός ο υπερήφανος Καραϊσκάκης, υποχώρησε και ξεκινώντας τις αψιμαχίες με τις εχθρικές δυνάμεις στις 22 Απριλίου, άφησε την τελευταία του πνοή στα βαλτοτόπια του σημερινού Νέου Φαλήρου, θύμα, όπως και οι επόμενοι ενός ηλίθιου τυχοδιώκτη, που έκανε τον Μακρυγιάννη να γράψει ότι «Ο Κόχραν δια να μη μείνει κανένας ζωντανός -ήταν αυτός ο αίτιος- ».*
Τον θάνατο του Καραϊσκάκη, ακολουθεί η νέα σφαγή, της 24ης Απριλίου, 1500 παλληκαριών που τα πετσόκοψε το ιππικό του Κιουταχή, μία φοβερή ήττα που οφείλεται «στην πεισματική ηλιθιότητα του Κόχραν και του Τσώρτς... οι οποίοι πρέπει να λογοδοτήσουν στο αμερόληπτο δικαστήριο της ιστορίας και να πέσει στις κεφαλές τους η πιο βαριά καταδίκη για τη σφαγή σχεδόν 2.000 Ελλήνων και Φιλελλήνων».**
Αφού στις 25 Μαΐου παραδόθηκε από τους δικούς μας η Ακρόπολη και οι Τούρκοι παρέμειναν στην Αττική, ο... ένδοξος ναύαρχος, κατηγορώντας για την ήττα τούς Έλληνες, κατευθύνεται στην Ύδρα με τη φρεγάτα του, όπου τον υποδέχεται, με τιμές και τραγούδια, τον κανακεύει και του στρώνει πλούσιο τραπέζι ο κυρ-Γιώργης Κουντουριώτης.
Ομοτράπεζοι του ηθικού αυτουργού του θανάτου χιλιάδων ηρώων αγωνιστών, ο αδελφός του Λάζαρος και ο γαμπρός τους Ορλάνδος, τσιράκια όλοι τους της αγγλικής πολιτικής. Γέλια και χαρές. «Τα φαγητά διαδέχονταν το ένα το άλλο. Τα πιάτα σχημάτιζαν πυραμίδες. Το τραπέζι στέναζε κάτω από το βάρος των κρεάτων. Στην άκρη ένας πελώριος σωρός από πιλάφι και στην άλλη ένα αρνί ψητό με ένα λεμόνι στο στόμα. Και κρασιά μπορντώ. Ύστερα καφές και τσιμπούκι.*** Χαρές και γέλια. Λες και είχαν γάμο. Να ευχαριστήσουν τον σφαγέα, για τη μεγάλη του επιτυχία, την ήττα του, τη νίκη των Τούρκων, για το αθώο αίμα, που χύθηκε εξαιτίας του.
Έξι μήνες πιο ύστερα, οκτώ ημέρες πριν έρθει ο Καποδίστριας στην Ελλάδα, τέλος Δεκεμβρίου 1827, τα μαζεύει ο αλιτήριος και φεύγει, χωρίς καν να ειδοποιήσει την Κυβέρνηση. Ουσιαστικά λιποτάκτησε αφού είχε λάβει και 37.000 λίρες. Για να μην του ζητήσει το ελληνικό δημόσιο πίσω τα λεφτά, αφού έσπασε το συμβόλαιο, έκανε τάχα ότι παραιτείται από τις υπόλοιπες 20.000 λίρες.
Ο Καποδίστριας έκλεισε το θέμα για να απαλλαγεί από το υποκείμενο αυτό. «Εγκατέλειψε τήν Ελλάδα άνευ διαταγής ή άδειας τής Κυβερνήσεως, αύτός ό άδρώς μισθωθείς και τούς μισθούς λαβών εκ προκαταβολής».*
Τελικός απολογισμός της δεκάμηνης παραμονής του στην Ελλάδα:
Τσέπωσε τριάντα επτά χιλιάδες λίρες και άφησε πίσω του πάνω από 3.000 νεκρούς, τραυματίες και αιχμαλώτους, ανυπολόγιστες υλικές ζημίες, στάχτη και αίμα. «Απ’ αυτόν περίμεναν πολλά, αν και μέχρι τέλους δεν έκαμε τίποτε».**
Αυτόν, όμως, τον τυχοδιώκτη απατεώνα, τα σχολικά βιβλία μας τον παρέδωσαν ως μεγάλο φιλέλληνα, ο Δήμος Αθηναίων αφιέρωσε δρόμο με το όνομά του, όπως και του Τσώρτς και κανείς δεν ντρέπεται.
«Ο αιώνιος εξωραϊσμός των φαυλοτήτων και των εγκλημάτων.
Παραχάραξη της ιστορίας, βεβήλωση της μνήμης των θυμάτων του “αρχιστρατήγου”. Τό μαύρο άσπρο».***
Τα ψιλά γράμματα της Ιστορίας
Θεόδωρος Δ. Παναγόπουλος
«Ο Κόχραν κι ο Τσωρτς, μέσα στις λίγες ημέρες που βρίσκονταν στον Πειραιά, κατάλαβαν πως ένας είχε τη δύναμη να αντιταχθεί στα σχέδιά τους, ο Καραϊσκάκης. Η εντολή που είχανε πάρει ήταν να πνιγεί η επανάσταση στη Στερεά, για να μπορέσει η Αγγλία να πετύχει το διπλωματικό της παιχνίδι, τον περιορισμό δηλαδή του απελευθερωτικού κινήματος του Μοριά, για να ‘χει το μικρό, αδύναμο και μισοανεξάρτητο ναυτικό κράτος που θα δημιουργούνταν κάτω από τον έλεγχό της. (…) Ο Καραϊσκάκης έπεσε θύμα της εγγλέζικης πολιτικής στην Ελλάδα και εμπνευστές της σατανικιάς δολοφονίας του στάθηκαν ο Κόχραν, ο Τσωρτς κι ο Μαυροκορδάτος».
http://dia-kosmos.blogspot.gr/
Ο περιβόητος εβραίος Άγγλος ναύαρχος Τόμας Κόχραν δολοφόνησε τον Καραϊσκάκη
Reviewed by diaggeleas
on
27.3.21
Rating:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Παρακαλώ να γράφετε με Ελληνικούς χαρακτήρες και να είστε κόσμιοι στις εκφράσεις σας. Οποιοδήποτε άλλο σχόλιο με γκρικλις και ξένη γλώσσα θα διαγράφετε. Ευχαριστώ!