Όχι στη νέου τύπου γερμανική κυριαρχία
Γεωπολιτικό μήνυμα BREXIT: Όχι στη νέου τύπου γερμανική κυριαρχία…
Η Ιστορία μαζί με τη Γεωγραφία θα είναι παρούσες στο προσεχές δημοψήφισμα, καθώς 71 έτη μετά το τέλος του Β’ ΠΠ, το αρχαιότερο γεωπολιτικό κέντρο λήψεως αποφάσεων του αγγλοσαξονικού κόσμου, φέρεται να έχει καταλήξει και σταθμίσει τα συν και τα μείον μιας νέας γεωστρατηγικής αφετηρίας. Ενδεχόμενη απόφαση εξόδου από την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) θα αποτελέσει το τέλος της περιόδου γεωστρατηγικής ανοχής, την οποίαν οι Αγγλοσάξονες επέδειξαν έναντι της Γερμανίας, ανοίγοντας τον γεωπολιτικό ασκό του Αιόλου.
Ιωάννης Σ. Θεοδωράτος
Δημοσιογράφος-Αμυντικός αναλυτής
Η προεκλογική δέσμευση του πρωθυπουργού Κάμερον να προχωρήσει σε δημοψήφισμα αναφορικώς με την παραμονή ή όχι στην ΕΕ, δεν μπορεί να ειδωθεί ως μια απλή μετεκλογική συνέπεια σε επίπεδο υποσχέσεων. Όχι εφόσον συζητούμε για αποφάσεις που λαμβάνονται στη Μεγάλη Βρετανία.
Οφείλω να ξεκαθαρίσω πως σκοπός της παρούσης αναλύσεως δεν αποτελεί η υποστήριξη του ΝΑΙ ή του ΌΧΙ στο δημοψήφισμα, αλλά να καταγραφεί μια γεωπολιτική εκτίμηση βασιζόμενη επί μιας σειράς ιστορικών και γεωγραφικών αιτιών, τα οποία συνιστούν ένα ακλόνητο υπόβαθρο αντλήσεως συμπερασμάτων.
Η «Μεγάλη Βρετανία (GB) προτού συρρικνωθεί σε Ηνωμένο Βασίλειο (UK)» (σ.σ. ως UK εισήλθε το 1973 στην τότε ΕΟΚ προκειμένου να ικανοποιηθεί η γαλλική απαίτηση να μην περιλαμβάνεται ο γεωγραφικός όρος Βρετανία, λόγω της υπάρξεως της γαλλικής Βρετάνης… αν μας λέει κάτι για τη δική μας διένεξη με τα Σκόπια), υπήρξε επί 300 περίπου έτη η κυρίαρχη θαλάσσια δύναμη, η οποία πρωτοστατούσε στις παγκόσμιες και ευρωπαϊκές εξελίξεις.
Πριν από 112 έτη δια χειρός του Βρετανού γεωγράφου Sir Halford Mackinder, ο κόσμος υποδέχθηκε το διάσημο έργο του «The Geographical Pivot of History» βάσει του οποίου θεμελιώθηκε η γεωπολιτική θεωρία της Heartland. Εάν κάποιος επιχειρούσε να εντοπίσει τη γενεσιουργό αιτία του Brexit θα την ανεύρισκε στον φόβο της θαλασσοκράτειρας ενάντια στην πιθανότητα απώλειας ελέγχου κρίσιμων σημείων ναυτικής γεωγραφίας, από μια χερσαία δύναμη (σ.σ. τη Ρωσία κυρίως και δευτερευόντως τη Γερμανία), η οποία θα κυριαρχούσε στην Ευρασία.
Μετά από δύο παγκοσμίους πολέμους και μετά από τη διατύπωση της θεωρίας της Rimland του Αμερικανο-ολλανδού Nickolas Spykman, ο αγγλοσαξονικός κόσμος υιοθέτησε την αναγκαιότητα αναχαιτίσεως/ανασχέσεως της δυνάμεως που θα επικρατούσε στην Ευρώπη (σ.σ. είτε της ΕΣΣΔ ή του Γ’ Ράιχ).
Τόσον η ΕΣΣΔ όσο και η Γερμανία, αποτελούσαν τους βασικούς εκπροσώπους της χερσαίας ισχύος – η Γαλλία είχε τεθεί εκτός μετά από τους Ναπολεόντειους Πολέμους – και οι Αγγλοσάξονες, οι οποίοι συνεργάστηκαν στενά για να επικρατήσουν και στις δύο παγκόσμιες αναμετρήσεις, ξεκαθάρισαν και προσδιόρισαν τις μελλοντικές γεωστρατηγικές τους επιδιώξεις. Το Γ’ Ράιχ δεν κατόρθωσε να νικήσει τους Σοβιετικούς και η κόκκινη σημαία υψώθηκε στο Ράιχσταγκ.
Η συγκρότηση του ΝΑΤΟ έφερε τους «Αμερικανούς μέσα, τους Ρώσους έξω και τους Γερμανούς κάτω». Ο ισχυρότερος αναθεωρητικός μοχλός στην Ευρώπη, ο γερμανικός ηγεμονισμός είχε συντριβεί και ο γεωγραφικός γερμανικός/πρωσικός χώρος διαμοιράστηκε μεταξύ των νικητών. Ό,τι απέμεινε χωρίστηκε εκ νέου σε δύο τμήματα, τα οποία αποτέλεσαν τα ανεξάρτητα κράτη της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας (Δυτικής) και της Λαοκρατικής Δημοκρατίας (Ανατολικής) της Γερμανίας.
Ωστόσο, παρά τις προτάσεις του τότε Αμερικανού υπουργού Οικονομικών (Secretary of the Treasury) Henry Morgenthau, οι οποίες προέβλεπαν την πλήρη και ολοκληρωτική καταστροφή της ικανότητας της Γερμανίας στον τομέα της βιομηχανικής παραγωγής, ώστε να μην μπορέσει ποτέ να αποκτήσει την ισχύ που θα της επέτρεπε να επανασυγκροτήσει τις Ένοπλες Δυνάμεις της, οι ΗΠΑ επέδειξαν μια αξιοσημείωτη γεωπολιτική μεγαθυμία και μεγαλοψυχία.
Η ανάγκη ανασχέσεως της σοβιετικής απειλής ήταν άμεση και επιτακτική. Η θεωρία της Rimland έπρεπε να λειτουργήσει σε βάθος χρόνου και να αντέξει σε οποιαδήποτε πολιτικοοικονομική πίεση. Στο κρίσιμο μέτωπο της Ευρώπης, ωρίμασε η ιδέα της κατασκευής μιας νέας μορφής ενώσεως, η οποία θα ενίσχυε την άμυνα της Δύσεως και θα προετοίμαζε μια ευρύτατη συνεργασία μεταξύ των καπιταλιστικών χωρών, καθώς η αντιπαράθεση με την ΕΣΣΔ και το κομμουνιστικό στρατόπεδο θα διαρκούσε δεκαετίες.
Παρά την απειλή του πυρηνικού πολέμου οι Αγγλοσάξονες γνώριζαν, ότι αφού διέθεταν τον έλεγχο των θαλασσών και του εμπορίου, αφού έλεγχαν κύρια γεωστρατηγικά σημεία, θα ήταν ζήτημα χρόνου οι δυτικές οικονομίες να κερδίσουν τον αγώνα της αναπτύξεως, της βιομηχανικής παραγωγής και του εκσυγχρονισμού.
Σε αυτό το μεσομακροπρόθεσμο σχεδιασμό, η εμπλοκή της δυτικογερμανικής βιομηχανικής μηχανής θα ήταν ζωτικής σημασίας. Όπως η Ιαπωνία έτσι και η Δυτική Γερμανία θα αναλάμβανε έναν ειδικό ρόλο αναδεικνυόμενη σταδιακά σε ατμομηχανή της Ευρώπης, εξέχον παράδειγμα καπιταλισμού και πιστός σύμμαχος των Αγγλοσαξόνων.
Η ανασυγκρότηση της γερμανικής ισχύος
Η ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακος και Χάλυβος το 1952 έθεσε τις βάσεις για ένα πολύ πιο φιλόδοξο εγχείρημα. Το 1957 με τις Συνθήκες της Ρώμης συγκροτήθηκε η Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ), υλοποιώντας το στρατηγικό σχεδιασμό μιας ζώνης οικονομικής συνεργασίας, ως ισχυρό αντίβαρο ενάντια στους Σοβιετικούς και τους συμμάχους τους.
Η ένταξη της Βρετανίας ως Ηνωμένο Βασίλειο (σ.σ. για να παρακαμφθούν οι γαλλικές αντιδράσεις) το 1973 καθώς και άλλων χωρών στη συνέχεια – μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα – δημιούργησε μια οικονομική ευρωπαϊκή Rimland, την εποπτεία της οποίας ασκούσαν διακριτικώς οι Αγγλοσάξονες με «επίτιμους» τους Γάλλους.
Οι Γερμανοί ένοιωθαν ευγνωμοσύνη καθώς για τις πρώτες δύο δεκαετίες μετά τον Β΄ΠΠ οι σύμμαχοί τους πλήρωναν τεράστια ποσά για την ασφάλεια και την άμυνα της Δυτικής Γερμανίας, τα εργοστάσιά τους είχαν κατακλυστεί από φθηνά εργατικά χέρια (σ.σ. αλήθεια έχει εκτιμηθεί πόσο και ποιο ήταν το οικονομικό όφελος στην γερμανική οικονομία, το οποίο προήλθε από τους Έλληνες μετανάστες;) και σταδιακά τα προϊόντα τους άρχιζαν να κατακτούν τις αγορές της Δύσεως.
Λίγο πριν από την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού η Δυτική Γερμανία είχε μετεξελιχθεί σε έναν ισχυρότατο οικονομικό παράγοντα, με τους σχετικούς δείκτες να προειδοποιούν ότι η χώρα μπορεί να τα καταφέρει ακόμη καλύτερα. Η κατάρρευση της ΕΣΣΔ αποδέσμευσε όλες τις πρώην χώρες του Συμφώνου της Βαρσοβίας και της ΚΟΜΕΚΟΝ και το ζήτημα της γερμανικής ενοποιήσεως τέθηκε το 1990 επί χάρτου. Παρά τις βρετανικές αντιρρήσεις οι οποίες κάμφθηκαν, η ενοποίηση των δύο Γερμανιών ήταν γεγονός.
Τo 1993 γεννήθηκε η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) των 12 μελών, η οποία σταδιακά επεκτάθηκε προς ανατολάς φθάνοντας τα 28 κράτη μέλη. Εκείνη την περίοδο οι μελετητές της ευρωπαϊκής ιστορίας θυμήθηκαν το σχέδιο του υπουργού Οικονομικών του Γ΄ Ράιχ (1938-1945) Walter Funk, το οποίο σε περίπτωση νίκης, προέβλεπε τη συγκρότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Ενώσεως…
O ρόλος της Γερμανίας αναβαθμιζόταν συνεχώς και αυτό άρχισε να δημιουργεί νέες βεβαιότητες για το πώς θα χρησιμοποιούσε το Βερολίνο την αναγεννημένη ισχύ, γεγονός το οποίο φάνηκε κατά τη διάρκεια των γεγονότων που οδήγησαν στη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας και τον μετέπειτα εμφύλιο πόλεμο (1991-1999).
Η περίοδος προεδρίας Κλίντον συνέβαλλε σημαντικά στην γεωστρατηγική «αποθράσυνση» της εμφόρτου με νέα αυτοπεποίθηση Γερμανίας. Τότε, για πρώτη φορά μετά το τέλος του Β’ ΠΠ, αεροσκάφη κρούσεως Tornado IDS της Luftwaffe συμμετείχαν σε αποστολές καταδείξεως στόχων εδάφους με λέιζερ, τους οποίους προσέβαλαν στη συνέχεια μονάδες πυροβολικού. Η Γερμανία πολεμούσε ξανά χρησιμοποιώντας τις Ένοπλες Δυνάμεις της σε μια αποστολή που είχε συμβολική σημασία.
Λίγα χρόνια αργότερα, τον Μάρτιο του 1999, αεροσκάφη Tornado ECR μετείχαν ενεργότερα σε επιχειρήσεις καταστολής/καταστροφής της σερβικής αεραμύνης (SEAD/DEAD). Οι εικόνες των γερμανικών αεροσκαφών να προσβάλλουν στο πλαίσιο της επιχειρήσεως του ΝΑΤΟ Allied Force τις σερβικές δυνάμεις, προκάλεσε ισχυρούς ιστορικούς συνειρμούς. Ακόμη ένα εμπόδιο είχε αρθεί ενισχύοντας τη γερμανική γεωστρατηγική.
To 1999 απεδείχθη καθοριστικής σημασίας όχι μόνο επειδή ολοκληρώθηκε η ήττα της σερβικής πολιτικής μέσω της ΝΑΤΟϊκής εμπλοκής, την οποία η Γερμανία υποστήριξε με υπερβάλλον (σ.σ. έως παρεξηγήσεως) ζήλο, αλλά κυρίως για την υιοθέτηση του κοινού ευρωπαϊκού νομίσματος, του ευρώ. Το Βερολίνο έβλεπε να υλοποιείται το όνειρο του Funk χωρίς να χρειαστούν Panzer και Stukas, αυτήν τη φορά.
Η βρετανική στάση υπήρξε σαφής και απορριπτική, καθώς το Λονδίνο δεν εισήλθε στη νέα νομισματική ένωση, γεγονός που θα μπορούσε να εκληφθεί ως μια προειδοποίηση – κίτρινη κάρτα προς τον «υπερφίαλο» πρώην ηττημένο. Όμως η Γερμανία προχώρησε ακόμη περισσότερο, όταν χάρη στις ενέργειες του καγκελαρίου Σρέντερ (Schroeder) τέθηκε σε εφαρμογή η συμφωνία κατασκευής του αγωγού φυσικού αερίου (φ.α.) Nord Stream, μέσω του οποίου ρωσικό φ.α. θα διοχετευόταν απευθείας στη γερμανική ενδοχώρα.
Επρόκειτο για ένα εξαιρετικής γεωενεργειακής σημασίας έργο, το οποίο διέθετε και μια άλλη παράμετρο. Ο αγωγός δεν θα διερχόταν μέσω των βαλτικών χωρών, ούτε μέσω της Πολωνίας. Η σύγκριση με το Σύμφωνο Μολότοφ-Ρίμπεντροπ στην ενέργεια δεν ήταν καθόλου συμπτωματική.
Αναχαιτίζοντας την γερμανική ισχύ
Η ενεργειακή συνεργασία Γερμανίας και Ρωσίας ενόχλησε τους Αγγλοσάξονες όταν έγινε αντιληπτό ότι:
α) Το φυσικό αέριο που αγόραζε σε προνομιακές τιμές η Γερμανία από την Ρωσία χρησιμοποιείτο για την αύξηση του γερμανικού πλούτου και της ισχύος, καθώς το Βερολίνο είχε σταδιακά μετεξελιχθεί σε οικονομικό παντεπόπτη – gauleiter, με φιλοδοξίες να ελέγξει τις πολιτικές της ΕΕ και όχι μόνον των χωρών μελών της ΟΝΕ,
β) τα εκατοντάδες δις ευρώ έσοδα τα οποία εισέρεαν στα ρωσικά ταμεία λόγω των πωλήσεων φ.α. χρησιμοποιώντας ολόκληρο το σύστημα αγωγών (π.χ. μέσω Ουκρανίας) χρησιμοποιήθηκαν από την ηγεσία του Κρεμλίνου προς όφελος της αναβαθμίσεως και εκσυγχρονισμού της ρωσικής ισχύος και ιδιαιτέρως της στρατιωτικής,
γ) φαντάζει οξύμωρο, τα χρήματα τα οποία δημιουργήθηκαν πριν και μετά τον Ψυχρό Πόλεμο στην Ευρώπη και έφεραν την αμερικανική σφραγίδα, να διοχετεύονται προς την Μόσχα, τον μεγάλο ηττημένο με αιχμή την ενέργεια. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο οι Αγγλοσάξονες θέλησαν να τερματίσουν την ρωσική πρωτοκαθεδρία και αποκλειστικότητα, η οποία ενισχύθηκε και συνεχίζει να ενισχύεται από τη γερμανική στάση, αναζητώντας εναλλακτικούς δρόμους τροφοδοσίας με στόχο την μείωση της ρωσικής εξαρτήσεως.
Η Ιστορία μαζί με τη Γεωγραφία θα είναι παρούσες στο προσεχές δημοψήφισμα, καθώς 71 έτη μετά το τέλος του Β’ ΠΠ, το αρχαιότερο γεωπολιτικό κέντρο λήψεως αποφάσεων του αγγλοσαξονικού κόσμου, φέρεται να έχει καταλήξει και σταθμίσει τα συν και τα μείον μιας νέας γεωστρατηγικής αφετηρίας. Ενδεχόμενη απόφαση εξόδου από την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) θα αποτελέσει το τέλος της περιόδου γεωστρατηγικής ανοχής, την οποίαν οι Αγγλοσάξονες επέδειξαν έναντι της Γερμανίας, ανοίγοντας τον γεωπολιτικό ασκό του Αιόλου.
Ιωάννης Σ. Θεοδωράτος
Δημοσιογράφος-Αμυντικός αναλυτής
Η προεκλογική δέσμευση του πρωθυπουργού Κάμερον να προχωρήσει σε δημοψήφισμα αναφορικώς με την παραμονή ή όχι στην ΕΕ, δεν μπορεί να ειδωθεί ως μια απλή μετεκλογική συνέπεια σε επίπεδο υποσχέσεων. Όχι εφόσον συζητούμε για αποφάσεις που λαμβάνονται στη Μεγάλη Βρετανία.
Οφείλω να ξεκαθαρίσω πως σκοπός της παρούσης αναλύσεως δεν αποτελεί η υποστήριξη του ΝΑΙ ή του ΌΧΙ στο δημοψήφισμα, αλλά να καταγραφεί μια γεωπολιτική εκτίμηση βασιζόμενη επί μιας σειράς ιστορικών και γεωγραφικών αιτιών, τα οποία συνιστούν ένα ακλόνητο υπόβαθρο αντλήσεως συμπερασμάτων.
Η «Μεγάλη Βρετανία (GB) προτού συρρικνωθεί σε Ηνωμένο Βασίλειο (UK)» (σ.σ. ως UK εισήλθε το 1973 στην τότε ΕΟΚ προκειμένου να ικανοποιηθεί η γαλλική απαίτηση να μην περιλαμβάνεται ο γεωγραφικός όρος Βρετανία, λόγω της υπάρξεως της γαλλικής Βρετάνης… αν μας λέει κάτι για τη δική μας διένεξη με τα Σκόπια), υπήρξε επί 300 περίπου έτη η κυρίαρχη θαλάσσια δύναμη, η οποία πρωτοστατούσε στις παγκόσμιες και ευρωπαϊκές εξελίξεις.
Πριν από 112 έτη δια χειρός του Βρετανού γεωγράφου Sir Halford Mackinder, ο κόσμος υποδέχθηκε το διάσημο έργο του «The Geographical Pivot of History» βάσει του οποίου θεμελιώθηκε η γεωπολιτική θεωρία της Heartland. Εάν κάποιος επιχειρούσε να εντοπίσει τη γενεσιουργό αιτία του Brexit θα την ανεύρισκε στον φόβο της θαλασσοκράτειρας ενάντια στην πιθανότητα απώλειας ελέγχου κρίσιμων σημείων ναυτικής γεωγραφίας, από μια χερσαία δύναμη (σ.σ. τη Ρωσία κυρίως και δευτερευόντως τη Γερμανία), η οποία θα κυριαρχούσε στην Ευρασία.
Μετά από δύο παγκοσμίους πολέμους και μετά από τη διατύπωση της θεωρίας της Rimland του Αμερικανο-ολλανδού Nickolas Spykman, ο αγγλοσαξονικός κόσμος υιοθέτησε την αναγκαιότητα αναχαιτίσεως/ανασχέσεως της δυνάμεως που θα επικρατούσε στην Ευρώπη (σ.σ. είτε της ΕΣΣΔ ή του Γ’ Ράιχ).
Τόσον η ΕΣΣΔ όσο και η Γερμανία, αποτελούσαν τους βασικούς εκπροσώπους της χερσαίας ισχύος – η Γαλλία είχε τεθεί εκτός μετά από τους Ναπολεόντειους Πολέμους – και οι Αγγλοσάξονες, οι οποίοι συνεργάστηκαν στενά για να επικρατήσουν και στις δύο παγκόσμιες αναμετρήσεις, ξεκαθάρισαν και προσδιόρισαν τις μελλοντικές γεωστρατηγικές τους επιδιώξεις. Το Γ’ Ράιχ δεν κατόρθωσε να νικήσει τους Σοβιετικούς και η κόκκινη σημαία υψώθηκε στο Ράιχσταγκ.
Η συγκρότηση του ΝΑΤΟ έφερε τους «Αμερικανούς μέσα, τους Ρώσους έξω και τους Γερμανούς κάτω». Ο ισχυρότερος αναθεωρητικός μοχλός στην Ευρώπη, ο γερμανικός ηγεμονισμός είχε συντριβεί και ο γεωγραφικός γερμανικός/πρωσικός χώρος διαμοιράστηκε μεταξύ των νικητών. Ό,τι απέμεινε χωρίστηκε εκ νέου σε δύο τμήματα, τα οποία αποτέλεσαν τα ανεξάρτητα κράτη της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας (Δυτικής) και της Λαοκρατικής Δημοκρατίας (Ανατολικής) της Γερμανίας.
Ωστόσο, παρά τις προτάσεις του τότε Αμερικανού υπουργού Οικονομικών (Secretary of the Treasury) Henry Morgenthau, οι οποίες προέβλεπαν την πλήρη και ολοκληρωτική καταστροφή της ικανότητας της Γερμανίας στον τομέα της βιομηχανικής παραγωγής, ώστε να μην μπορέσει ποτέ να αποκτήσει την ισχύ που θα της επέτρεπε να επανασυγκροτήσει τις Ένοπλες Δυνάμεις της, οι ΗΠΑ επέδειξαν μια αξιοσημείωτη γεωπολιτική μεγαθυμία και μεγαλοψυχία.
Η ανάγκη ανασχέσεως της σοβιετικής απειλής ήταν άμεση και επιτακτική. Η θεωρία της Rimland έπρεπε να λειτουργήσει σε βάθος χρόνου και να αντέξει σε οποιαδήποτε πολιτικοοικονομική πίεση. Στο κρίσιμο μέτωπο της Ευρώπης, ωρίμασε η ιδέα της κατασκευής μιας νέας μορφής ενώσεως, η οποία θα ενίσχυε την άμυνα της Δύσεως και θα προετοίμαζε μια ευρύτατη συνεργασία μεταξύ των καπιταλιστικών χωρών, καθώς η αντιπαράθεση με την ΕΣΣΔ και το κομμουνιστικό στρατόπεδο θα διαρκούσε δεκαετίες.
Παρά την απειλή του πυρηνικού πολέμου οι Αγγλοσάξονες γνώριζαν, ότι αφού διέθεταν τον έλεγχο των θαλασσών και του εμπορίου, αφού έλεγχαν κύρια γεωστρατηγικά σημεία, θα ήταν ζήτημα χρόνου οι δυτικές οικονομίες να κερδίσουν τον αγώνα της αναπτύξεως, της βιομηχανικής παραγωγής και του εκσυγχρονισμού.
Σε αυτό το μεσομακροπρόθεσμο σχεδιασμό, η εμπλοκή της δυτικογερμανικής βιομηχανικής μηχανής θα ήταν ζωτικής σημασίας. Όπως η Ιαπωνία έτσι και η Δυτική Γερμανία θα αναλάμβανε έναν ειδικό ρόλο αναδεικνυόμενη σταδιακά σε ατμομηχανή της Ευρώπης, εξέχον παράδειγμα καπιταλισμού και πιστός σύμμαχος των Αγγλοσαξόνων.
Η ανασυγκρότηση της γερμανικής ισχύος
Η ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακος και Χάλυβος το 1952 έθεσε τις βάσεις για ένα πολύ πιο φιλόδοξο εγχείρημα. Το 1957 με τις Συνθήκες της Ρώμης συγκροτήθηκε η Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ), υλοποιώντας το στρατηγικό σχεδιασμό μιας ζώνης οικονομικής συνεργασίας, ως ισχυρό αντίβαρο ενάντια στους Σοβιετικούς και τους συμμάχους τους.
Η ένταξη της Βρετανίας ως Ηνωμένο Βασίλειο (σ.σ. για να παρακαμφθούν οι γαλλικές αντιδράσεις) το 1973 καθώς και άλλων χωρών στη συνέχεια – μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα – δημιούργησε μια οικονομική ευρωπαϊκή Rimland, την εποπτεία της οποίας ασκούσαν διακριτικώς οι Αγγλοσάξονες με «επίτιμους» τους Γάλλους.
Οι Γερμανοί ένοιωθαν ευγνωμοσύνη καθώς για τις πρώτες δύο δεκαετίες μετά τον Β΄ΠΠ οι σύμμαχοί τους πλήρωναν τεράστια ποσά για την ασφάλεια και την άμυνα της Δυτικής Γερμανίας, τα εργοστάσιά τους είχαν κατακλυστεί από φθηνά εργατικά χέρια (σ.σ. αλήθεια έχει εκτιμηθεί πόσο και ποιο ήταν το οικονομικό όφελος στην γερμανική οικονομία, το οποίο προήλθε από τους Έλληνες μετανάστες;) και σταδιακά τα προϊόντα τους άρχιζαν να κατακτούν τις αγορές της Δύσεως.
Λίγο πριν από την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού η Δυτική Γερμανία είχε μετεξελιχθεί σε έναν ισχυρότατο οικονομικό παράγοντα, με τους σχετικούς δείκτες να προειδοποιούν ότι η χώρα μπορεί να τα καταφέρει ακόμη καλύτερα. Η κατάρρευση της ΕΣΣΔ αποδέσμευσε όλες τις πρώην χώρες του Συμφώνου της Βαρσοβίας και της ΚΟΜΕΚΟΝ και το ζήτημα της γερμανικής ενοποιήσεως τέθηκε το 1990 επί χάρτου. Παρά τις βρετανικές αντιρρήσεις οι οποίες κάμφθηκαν, η ενοποίηση των δύο Γερμανιών ήταν γεγονός.
Τo 1993 γεννήθηκε η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) των 12 μελών, η οποία σταδιακά επεκτάθηκε προς ανατολάς φθάνοντας τα 28 κράτη μέλη. Εκείνη την περίοδο οι μελετητές της ευρωπαϊκής ιστορίας θυμήθηκαν το σχέδιο του υπουργού Οικονομικών του Γ΄ Ράιχ (1938-1945) Walter Funk, το οποίο σε περίπτωση νίκης, προέβλεπε τη συγκρότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Ενώσεως…
O ρόλος της Γερμανίας αναβαθμιζόταν συνεχώς και αυτό άρχισε να δημιουργεί νέες βεβαιότητες για το πώς θα χρησιμοποιούσε το Βερολίνο την αναγεννημένη ισχύ, γεγονός το οποίο φάνηκε κατά τη διάρκεια των γεγονότων που οδήγησαν στη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας και τον μετέπειτα εμφύλιο πόλεμο (1991-1999).
Η περίοδος προεδρίας Κλίντον συνέβαλλε σημαντικά στην γεωστρατηγική «αποθράσυνση» της εμφόρτου με νέα αυτοπεποίθηση Γερμανίας. Τότε, για πρώτη φορά μετά το τέλος του Β’ ΠΠ, αεροσκάφη κρούσεως Tornado IDS της Luftwaffe συμμετείχαν σε αποστολές καταδείξεως στόχων εδάφους με λέιζερ, τους οποίους προσέβαλαν στη συνέχεια μονάδες πυροβολικού. Η Γερμανία πολεμούσε ξανά χρησιμοποιώντας τις Ένοπλες Δυνάμεις της σε μια αποστολή που είχε συμβολική σημασία.
Λίγα χρόνια αργότερα, τον Μάρτιο του 1999, αεροσκάφη Tornado ECR μετείχαν ενεργότερα σε επιχειρήσεις καταστολής/καταστροφής της σερβικής αεραμύνης (SEAD/DEAD). Οι εικόνες των γερμανικών αεροσκαφών να προσβάλλουν στο πλαίσιο της επιχειρήσεως του ΝΑΤΟ Allied Force τις σερβικές δυνάμεις, προκάλεσε ισχυρούς ιστορικούς συνειρμούς. Ακόμη ένα εμπόδιο είχε αρθεί ενισχύοντας τη γερμανική γεωστρατηγική.
To 1999 απεδείχθη καθοριστικής σημασίας όχι μόνο επειδή ολοκληρώθηκε η ήττα της σερβικής πολιτικής μέσω της ΝΑΤΟϊκής εμπλοκής, την οποία η Γερμανία υποστήριξε με υπερβάλλον (σ.σ. έως παρεξηγήσεως) ζήλο, αλλά κυρίως για την υιοθέτηση του κοινού ευρωπαϊκού νομίσματος, του ευρώ. Το Βερολίνο έβλεπε να υλοποιείται το όνειρο του Funk χωρίς να χρειαστούν Panzer και Stukas, αυτήν τη φορά.
Η βρετανική στάση υπήρξε σαφής και απορριπτική, καθώς το Λονδίνο δεν εισήλθε στη νέα νομισματική ένωση, γεγονός που θα μπορούσε να εκληφθεί ως μια προειδοποίηση – κίτρινη κάρτα προς τον «υπερφίαλο» πρώην ηττημένο. Όμως η Γερμανία προχώρησε ακόμη περισσότερο, όταν χάρη στις ενέργειες του καγκελαρίου Σρέντερ (Schroeder) τέθηκε σε εφαρμογή η συμφωνία κατασκευής του αγωγού φυσικού αερίου (φ.α.) Nord Stream, μέσω του οποίου ρωσικό φ.α. θα διοχετευόταν απευθείας στη γερμανική ενδοχώρα.
Επρόκειτο για ένα εξαιρετικής γεωενεργειακής σημασίας έργο, το οποίο διέθετε και μια άλλη παράμετρο. Ο αγωγός δεν θα διερχόταν μέσω των βαλτικών χωρών, ούτε μέσω της Πολωνίας. Η σύγκριση με το Σύμφωνο Μολότοφ-Ρίμπεντροπ στην ενέργεια δεν ήταν καθόλου συμπτωματική.
Αναχαιτίζοντας την γερμανική ισχύ
Η ενεργειακή συνεργασία Γερμανίας και Ρωσίας ενόχλησε τους Αγγλοσάξονες όταν έγινε αντιληπτό ότι:
α) Το φυσικό αέριο που αγόραζε σε προνομιακές τιμές η Γερμανία από την Ρωσία χρησιμοποιείτο για την αύξηση του γερμανικού πλούτου και της ισχύος, καθώς το Βερολίνο είχε σταδιακά μετεξελιχθεί σε οικονομικό παντεπόπτη – gauleiter, με φιλοδοξίες να ελέγξει τις πολιτικές της ΕΕ και όχι μόνον των χωρών μελών της ΟΝΕ,
β) τα εκατοντάδες δις ευρώ έσοδα τα οποία εισέρεαν στα ρωσικά ταμεία λόγω των πωλήσεων φ.α. χρησιμοποιώντας ολόκληρο το σύστημα αγωγών (π.χ. μέσω Ουκρανίας) χρησιμοποιήθηκαν από την ηγεσία του Κρεμλίνου προς όφελος της αναβαθμίσεως και εκσυγχρονισμού της ρωσικής ισχύος και ιδιαιτέρως της στρατιωτικής,
γ) φαντάζει οξύμωρο, τα χρήματα τα οποία δημιουργήθηκαν πριν και μετά τον Ψυχρό Πόλεμο στην Ευρώπη και έφεραν την αμερικανική σφραγίδα, να διοχετεύονται προς την Μόσχα, τον μεγάλο ηττημένο με αιχμή την ενέργεια. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο οι Αγγλοσάξονες θέλησαν να τερματίσουν την ρωσική πρωτοκαθεδρία και αποκλειστικότητα, η οποία ενισχύθηκε και συνεχίζει να ενισχύεται από τη γερμανική στάση, αναζητώντας εναλλακτικούς δρόμους τροφοδοσίας με στόχο την μείωση της ρωσικής εξαρτήσεως.
Προειδοποιητικός επίλογος
Η Γερμανία σύμφωνα με την αρχετυπική γεωπολιτική θεώρηση και τους απορρέοντες γεωστρατηγικούς σχεδιασμούς των Αγγλοσαξόνων, όπως προαναφέραμε συνιστά μια δύναμη η οποία οφείλει την ύπαρξή της στην πολιτική ανάσχεσης της Σοβιετικής Ενώσεως και της διαδόχου Ρωσικής Ομοσπονδίας.
Συνεπώς, δεν θα πρέπει να εκληφθεί από κανέναν Γερμανό επίσημο σοβαρά, ότι η όποια αναβάθμιση της επετράπη, – λόγω συγκυριών ή λαθών – αποτέλεσε αφετηρία για την επανεμφάνισή της ως κέντρο ενός πολυπολικού κόσμου. Το Βερολίνο χρησιμοποιώντας την ήπια ισχύ κατόρθωσε να θέσει υπό τον έλεγχό του τους βασικότερους μηχανισμούς της ΕΕ, χρησιμοποίησε τη γραφειοκρατία, γεγονός που σήμαινε ότι χωρίς πόλεμο, κατάφερε να ηγηθεί μιας νέας Ευρώπης, η οποία έχει ένα φαινομενικό κέντρο στις Βρυξέλλες και ένα ουσιαστικό στη Γερμανία.
Η σύναψη ειδικής σχέσεως με επίκεντρο την ενέργεια με την Μόσχα, απέδειξε μια αυτονόμηση η οποία έφερε δύο πρώην αντιπάλους, αλλά με κοινά συμφέροντα πλέον, στο να συμπήξουν μιαιδιότυπη τακτική συμμαχία. Στόχος της νέας αυτής «πορείας προς ανατολάς» είναι ο έλεγχος (σ.σ. με διαφορετικούς σκοπούς) της Κεντρικής, Ανατολικής και Νοτίου Ευρώπης.
Μια τέτοια δυνητική εξέλιξη προκαλεί την αντίδραση των Αγγλοσαξόνων, η οποία φαίνεται να καταλήγει στο συμπέρασμα πως ο ρόλος της ΕΕ, όπως αυτή μετεξελίχθηκε από τη Δυτικοευρωπαϊκή Ένωση ( σ.σ. η οποία διαλύθηκε το 2010 μετά από 62 έτη και αφού η ΕΕ με τη Συνθήκη της Λισσαβόνας ανέλαβε τις λειτουργίες της) και ιδιαιτέρως εξαιτίας της γερμανικής – εν πολλοίς – αναθεωρητικής πολιτικής έχει περατωθεί.
Συνεπώς υπό αυτό πρίσμα πρέπει να δοθεί ένα ισχυρό μήνυμα προς το Βερολίνο, καθώς σε αντίθετη περίπτωση θα γίνουμε μάρτυρες της σταδιακής αποδομήσεως της ΕΕ και τη δημιουργία δύο τουλάχιστον οικονομικών χώρων:
α) της γερμανικής ζώνης με ευρώ ή χωρίς αυτό και
Η Γερμανία σύμφωνα με την αρχετυπική γεωπολιτική θεώρηση και τους απορρέοντες γεωστρατηγικούς σχεδιασμούς των Αγγλοσαξόνων, όπως προαναφέραμε συνιστά μια δύναμη η οποία οφείλει την ύπαρξή της στην πολιτική ανάσχεσης της Σοβιετικής Ενώσεως και της διαδόχου Ρωσικής Ομοσπονδίας.
Συνεπώς, δεν θα πρέπει να εκληφθεί από κανέναν Γερμανό επίσημο σοβαρά, ότι η όποια αναβάθμιση της επετράπη, – λόγω συγκυριών ή λαθών – αποτέλεσε αφετηρία για την επανεμφάνισή της ως κέντρο ενός πολυπολικού κόσμου. Το Βερολίνο χρησιμοποιώντας την ήπια ισχύ κατόρθωσε να θέσει υπό τον έλεγχό του τους βασικότερους μηχανισμούς της ΕΕ, χρησιμοποίησε τη γραφειοκρατία, γεγονός που σήμαινε ότι χωρίς πόλεμο, κατάφερε να ηγηθεί μιας νέας Ευρώπης, η οποία έχει ένα φαινομενικό κέντρο στις Βρυξέλλες και ένα ουσιαστικό στη Γερμανία.
Η σύναψη ειδικής σχέσεως με επίκεντρο την ενέργεια με την Μόσχα, απέδειξε μια αυτονόμηση η οποία έφερε δύο πρώην αντιπάλους, αλλά με κοινά συμφέροντα πλέον, στο να συμπήξουν μιαιδιότυπη τακτική συμμαχία. Στόχος της νέας αυτής «πορείας προς ανατολάς» είναι ο έλεγχος (σ.σ. με διαφορετικούς σκοπούς) της Κεντρικής, Ανατολικής και Νοτίου Ευρώπης.
Μια τέτοια δυνητική εξέλιξη προκαλεί την αντίδραση των Αγγλοσαξόνων, η οποία φαίνεται να καταλήγει στο συμπέρασμα πως ο ρόλος της ΕΕ, όπως αυτή μετεξελίχθηκε από τη Δυτικοευρωπαϊκή Ένωση ( σ.σ. η οποία διαλύθηκε το 2010 μετά από 62 έτη και αφού η ΕΕ με τη Συνθήκη της Λισσαβόνας ανέλαβε τις λειτουργίες της) και ιδιαιτέρως εξαιτίας της γερμανικής – εν πολλοίς – αναθεωρητικής πολιτικής έχει περατωθεί.
Συνεπώς υπό αυτό πρίσμα πρέπει να δοθεί ένα ισχυρό μήνυμα προς το Βερολίνο, καθώς σε αντίθετη περίπτωση θα γίνουμε μάρτυρες της σταδιακής αποδομήσεως της ΕΕ και τη δημιουργία δύο τουλάχιστον οικονομικών χώρων:
α) της γερμανικής ζώνης με ευρώ ή χωρίς αυτό και
β) τουλάχιστον άλλης μιας με άλλο νομισματικό σύστημα.
Ο αγγλοσαξονικός κόσμος ήδη οικοδομεί τον δικό του νέο ευρωπαϊκό ισχυρό πόλο στην Πολωνία και εάν οι ελληνικές κυβερνήσεις μπορούσαν να αντιληφθούν και να τολμήσουν, ο δεύτερος και πολύ πιο ισχυρός και μεγίστης γεωστρατηγικής αξίας θα μπορούσε κάλλιστα λόγω γεωγραφίας να είναι η χώρα μας.
Συμπερασματικά, το πρόβλημα της Ουκρανίας, η πορεία των αγωγών φ.α. (εναλλακτική διαδρομή από τις πηγές προμηθείας της Μέσης Ανατολής), η προοπτική αποσταθεροποιήσεως της Λευκορωσίας (σ.σ. ως συνέχεια του ντόμινο με στόχο την Μόσχα), η ισλαμική πίεση μέσω των λαθρομεταναστών και προσφύγων λόγω της στάσεως της Τουρκίας, θα αποτελέσουν το απόλυτο εκρηκτικό μίγμα αποσταθεροποιήσεως για την επόμενη περίοδο.
Ασχέτως του τι θα ψηφίσουν οι Βρετανοί την προσεχή Πέμπτη, εκτιμώ ότι το ξήλωμα του ευρωπαϊκού χιτώνος ξεκίνησε. Τα αίτια παραμένουν αμετάβλητα, οι αφορμές λαμβάνουν πολλές μορφές αναλόγως των συγκυριών και κυρίως των επιλογών.
http://www.defence-point.gr/news/?p=154575
http://dia-kosmos.blogspot.gr/
Ασχέτως του τι θα ψηφίσουν οι Βρετανοί την προσεχή Πέμπτη, εκτιμώ ότι το ξήλωμα του ευρωπαϊκού χιτώνος ξεκίνησε. Τα αίτια παραμένουν αμετάβλητα, οι αφορμές λαμβάνουν πολλές μορφές αναλόγως των συγκυριών και κυρίως των επιλογών.
http://www.defence-point.gr/news/?p=154575
http://dia-kosmos.blogspot.gr/
Όχι στη νέου τύπου γερμανική κυριαρχία
Reviewed by diaggeleas
on
13.3.21
Rating:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Παρακαλώ να γράφετε με Ελληνικούς χαρακτήρες και να είστε κόσμιοι στις εκφράσεις σας. Οποιοδήποτε άλλο σχόλιο με γκρικλις και ξένη γλώσσα θα διαγράφετε. Ευχαριστώ!