Η ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΟΥ ΣΑΡΛ ΝΤΕ ΓΚΩΛ – ΠΑΤΡΙΩΤΙΣΜΟΣ


ΝΤΕ ΓΚΟΛ, ΤΣΟΡΤΣΙΛ, ΘΑΤΣΕΡ: Πίσω στα θεμελιώδη. 


Εισαγωγή Π. Ήφαιστος. Θέση μας είναι ότι η έξοδος ή «έξοδος» (γιατί δεν ξέρουμε πως θα είναι η ΕΕ μετά από δύο χρόνια διαπραγματεύεων) της Μεγάλης Βρετανίας από την ΕΕ η οποία θα είναι πολύ πιο μακρόσυρτη και περιπετειώδης απ’ ότι μερικοί νομίζουν ή θέλουν, θα αποτελέσει καταλύτη στρατηγικών εξελίξεων οι οποίες μετά το 1990 βρίσκονταν σε ύφεση. Οι σχεδιαστές στρατηγικής του Foreign Office λογικά κάτι θα ξέρουν.

Όταν τις πρωινές ώρες μάθαμε τα αποτελέσματα του δημοψηφίσματος στην Μεγάλη Βρετανία και την υπερψήφιση του «Brexit» γράψαμε ότι είναι ένα μεγάλο ιστορικό γεγονός που θα μπορούσε να αποτελέσει αφετηρία μεγάλων πολιτικοστρατηγικών ανακατατάξεων και ότι κάτι τέτοιο θα αποτελούσε πρόοδο σε σχέση με την στρατηγικά και πολιτικοοικονομικά ανορθολογική πορεία των πραγμάτων μετά το 1990

[Π. Ήφαιστος, ΠΕΡΙ «ΕΥΡΩΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΥ ΤΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ» VERSUS ΠΟΛΙΤΙΚΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΣ ΚΑΙ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΟΣ ΟΡΘΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ή ΤΟ BREXIT ΩΣ ΕΥΚΑΙΡΙΑ ΑΝΑΓΚΑΙΩΝ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ http://wp.me/p3OqMa-1ck].

Για την ΕΕ, βέβαια, γράψαμε αυτό που πάντα λέμε μετά το 1992. Ότι δηλαδή κινείται σαν σαπουνόφουσκα μέσα σε ένα μεγάλο στρατηγικό κενό. Μέσα δε σε αυτό το παντελώς αυτονομημένο από κοινωνικοπολιτικούς ελέγχους κενό ίπτανται ιδιώτες, τοκογλύφοι, κερδοσκόποι και τα μέλη μιας θηριώδους τεχνόσφαιρας. Είναι εξαρτημένη μεταβλητή πολλών και ανεξέλεγκτων πραγμάτων. Θανατηφόρων πλέον και το μαρτυρούν οι καταστροφές ανθρώπων και πλούτου την τελευταία δεκαετία. Αναφέραμε επίσης για το γεγονός που ελάχιστα προσέχθηκε από όσους δεν είναι εξοικειωμένοι με τα αξιώματα της Θουκυδίδειας παράδοσης, ότι δηλαδή η ΟΝΕ έθρεψε τα αίτια πολέμου που αναθερμαίνονται επικίνδυνα στο υπόβαθρο των κρατών και των υπερεθνικών θεσμών.

Εδώ ακολουθούν αποσπάσματα από του βιβλίο μου «Θεωρία διεθνούς και ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης» τα οποία περιέχουν θέσεις των Ντε Γκολ, Τσόρτσιλ και Θάτσερ οι οποίες, εκτιμώ, θα γίνονται ολοένα και πιο επίκαιρες. Αποτελούν αξονικές θέσεις που αποτέλεσαν σταθμούς στην μεταπολεμική Ευρώπη, δρομολόγησαν και διαμόρφωσαν την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση μέχρι το 1990 και εντάσσονται στην λογική των Ευρωατλαντικών δομών και σχέσεων.

Σε κάθε περίπτωση αποτελούν τους κεντρικούς στρατηγικούς προσανατολισμούς των δύο αυτών μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων μετά τον Β Παγκόσμιο Πόλεμο. Πριν και μετά από τον πόλεμο η ισχύς των δύο αυτών αποικιακών δυνάμεων συρρικνώθηκε δραματικά. Εξ ου και η ανάγκη στρατηγικού επαναπροσανατολισμού μετά τον Β Παγκόσμιο Πόλεμο μετά τον οποίο στο διεθνές σύστημα δέσποζαν οι δύο υπερδυνάμεις του Ψυχρού Πολέμου.

Για τον ενδιαφερόμενο, γύρω από τις ίδιες θεματικές που ονομάζουμε «ευρωστρατηγικά» – στα οποία πάντα συμπεριελάμβανα την θεωρία ολοκλήρωσης, τις πολιτικοθεσμικές δομές που αναπτύχθηκαν μετά το 1945, τις εθνικές στρατηγικές, την Αμερικανική στρατηγική και τις ισορροπίες με την Ανατολική Ευρώπη– επεκτάθηκα εξειδικεύοντας και αποκρυσταλλώνοντας σε πολλά άλλα βιβλία. Κυρίως στο «Διπλωματία και στρατηγική των μεγάλων Ευρωπαϊκών Δυνάμεων, Γαλλία, Μεγάλη Βρετανία, Γερμανία», το «Ευρωατλαντικές σχέσεις» (με Κ. Αρβανιτόπουλο), το «Κοσμοθεωρητική Ετερότητα και αξιώσεις πολιτικής κυριαρχίας, ευρωπαϊκή άμυνα, ασφάλεια και πολιτική ενοποίηση» και το «Κοσμοθεωρία των Εθνών, τι συγκροτεί και συγκρατεί τα κράτη, την Ευρώπη και τον Κόσμο».

Μια λέξη μόνο γι’ αυτά και μερικά άλλα κείμενα είναι ότι, επειδή άλλες ανταμοιβές δεν υπάρχουν για ένα συγγραφέα, είναι πολύ μεγάλη ικανοποίησή μου όταν οι αναλύσεις γίνονται ολοένα και πιο επίκαιρες. Σε επανειλημμένες προσπάθειες επανέκδοσης σε νέα μορφή δεν βρίσκω να κάνω κάτι άλλο παρά μόνο φιλολογικές βελτιώσεις μερικών φράσεων. Αυτό το λέω κυρίως ως παρότρυνση προς δύο κατευθύνσεις.

Για όσους θέλουν να αφιερωθούν στα πεδία της πολικής σκέψης καλά κάνουν να ενδιατρίβουν στα ουσιώδη και σημαντικά της διαχρονίας και για όσους αφιερώνουν τον πολύτιμο χρόνο τους διαβάζοντας βιβλία και άρθρα καλά κάνουν να είναι εκλεκτικοί. Εκλεκτικοί με την έννοια της αναζήτησης τόσο αυστηρά περιγραφικών και αξιολογικά ελεύθερων κειμένων όσο και με την έννοια της αποφυγής των ιδεολογικά προσανατολισμένων αναλύσεων ή των ασήμαντων σχολιασμών της επικαιρότητας όπου διατυπώνονται γνώμες συχνά ασυνάρτητες.

Στο σημείο αυτό οφείλω να ομολογήσω ότι η συχνή παρουσία στο διαδίκτυο ενώ επιτρέπει άμεση-ακαριαία επικοινωνία με δεκάδες ή και εκατοντάδες χιλιάδες, αναδεικνύει και μερικές παθογένειες. Μια σημαντική παθογένεια συνάμα και απογοήτευση είναι ο εθισμός μερικών στην ιδεολογική και υποκειμενική αντίληψη των πραγμάτων. Σίγουρα ο υποκειμενισμός είναι αναγκαίος μέσα στην πολιτική πάλη όταν όλοι προσέρχονται ως ετερότητες και ως φορείς συμφερόντων. Προηγείται, όμως, η αξιολογικά ελεύθερη περιγραφή και ερμηνεία. Αυτή η περιγραφή και ερμηνεία είναι ο θρεπτική τροφή για πολιτικοοικονομικές και στρατηγικές αποφάσεις που χαρακτηρίζονται από ορθολογισμό.

Τελειώνω αυτή την σύντομη εισαγωγή με μια επισήμανση για τους τρεις πολιτικούς ηγέτες των οποίων επέλεξα εδώ να παραθέσω μερικές αξονικές θέσεις.

Οι Τσόρτσιλ και Θάτσερ διαφέρον από τον Ντε Γκολ. Κανείς καλά κάνει να τους δει ως φορείς στρατηγικών θέσεων αυστηρά προσκολλημένων στο εθνικό συμφέρον της χώρας τους. Σίγουρα ήταν πολύ καλοί γνώστες της διεθνούς πολιτικής. Σε κάθε περίπτωση, πίσω τους όπως και με άλλους ηγέτες βρίσκονται οι βρετανοί κρατικοί λειτουργοί χάραξης και εφαρμογής στρατηγικής. Το αποικιοκρατικό παρελθόν του Τσόρτσιλ και οι φασίζουσες ιδέες του όταν έγραφε για τον «αγγλοσαξονισμό» την δεκαετία του 1930 είναι γνωστές.

Το ίδιο και η ιδεολογική προσκόλληση της Θάτσερ σε νεοφιλελεύθερα δόγματα σε βαθμό που άγγιζαν τον Δαρβινισμό. Εδώ όμως δεν είναι αυτό το ζήτημα που μας ενδιαφέρει. Μας ενδιαφέρουν οι στρατηγικοί προσανατολισμοί της Μεγάλης Βρετανίας για να καταλάβουμε καλύτερα τι έπεται μετά την νέα αφετηρία που δημιούργησε η ψήφος του Brexit. Σε κάθε περίπτωση, και ιδιαίτερα όταν μελετούμε τις μεγάλες δυνάμεις, καλά κάνουμε να βλέπουμε το κράτος και τους ηγέτες τους με αυστηρά περιγραφικό τρόπο. Όπως ήδη αναφέραμε πιο πάνω, πριν κρίνουμε και παλέψουμε πολιτικά πρέπει να γνωρίζουμε καλά.

Ο Ντε Γκολ είναι κάτι άλλο και δεν το λέω με ευκολία.

Σίγουρα και αυτός ήταν ακλόνητα προσκολλημένος στο Γαλλικό εθνικό συμφέρον. Πλην η σκέψη του πάει πέρα από αυτό και πολλές φορές είναι κλασικών και αξιωματικών προδιαγραφών. Ήδη ως μεταπτυχιακός φοιτητής στην Μεγάλη Βρετανία είχα αντιληφθεί ότι κάτι άλλο συμβαίνει. Μελετώντας και γράφοντας για τα ευρωστρατηγικά στην συνέχεια στο διδακτορικό και στις αγγλικές μονογραφίες μου, διαπίστωσα ότι ο Ντε Γκολ όπως ελάχιστοι άλλοι πολιτικοί ηγέτες στην ιστορία, είναι φορέας μιας πολιτικής «φιλοσοφίας» βαθύτερων προεκτάσεων (συνήθως αποφεύγω τον αδόκιμο όρο «φιλοσοφία» και όταν μιλώ για υπαρκτά όντα χρησιμοποιώ τον όρο «πολιτική θεωρία»).

Η πολιτική θεωρία του Ντε Γκολ ενσαρκώνει πολλά πράγματα μαζί και αφορούν όλα τα κράτη. Σίγουρα δεν εμπίπτει στην κατηγορία των φορέων ιδεολογικών δογμάτων (αυτό που λέμε αριστερά, δεξιά κτλ). Μετά από μακρόχρονη μελέτη υπό εμπειρικό μάλιστα πρίσμα, αν μπορούσα να τον περιγράφω με μια φράση θα έλεγα ότι οι πνευματικές και πολιτικές του στάσεις ενσαρκώνουν σε πολύ μεγάλο βαθμό τις έννοιες φιλοπατρία, πολιτικός ορθολογισμός και στρατηγικός ορθολογισμός.


Βαθιά ριζωμένη στην σκέψη του είναι σίγουρα η αντι-ηγεμονική αντίληψη της Θουκυδίδειας ισορροπίας. Προσθέτω και την βαθιά κατανόηση του πως συμπλέκονται μικρά και μεγάλα ιστορικά κύματα και την ικανότητά του να αναλαμβάνει ρίσκα προκειμένου να επιτυγχάνει τους σκοπούς του.

Δεν είναι τυχαίο που ο – κατά τα άλλα διόλου αμελητέος ως διπλωμάτης – πρόεδρος Νίξον έγραψε πως όταν ερχόταν στην Ευρώπη χωρίς αυτό να γίνεται γνωστό καθόταν στην συνέχεια μερικές μέρες για να μιλήσει με τον Ντε Γκολ για τα μεγάλα ζητήματα της ιστορίας, τις ισορροπίες στην Ευρασία και γενικότερα την κίνηση του κόσμου και των στρατηγικών ζητημάτων. Και αυτό παρά το γεγονός ότι όπως είναι γνωστό οι Αμερικανοί, ιδιαίτερα στο ζήτημα των πυρηνικών όπλων, είχαν πολύ μεγάλες διαφορές με τον Ντε Γκολ.

Αναμφίβολα ο ρόλος του Τσόρτσιλ και της Θάτσερ ήταν πρωταγωνιστικός στην μεταπολεμική στρατηγική του ΗΒ. Πλην για τον Ντε Γκολ αξίζει να γνωρίζουμε ότι το 1958 όταν ίδρυσε την σημερινή Πέμπτη Γαλλική Δημοκρατία συντελέστηκαν δύο πράγματα που καλά κρατούν:


Πρώτον, όχι μόνο άλλαξε εκ βάθρων ένα κράτος που αμφιταλαντευόταν επικίνδυνα μετά τις «περιπέτειες» κατά την διάρκεια του πολέμου (όταν ο Ντε Γκολ στο εξωτερικό ήταν ο ηγέτης της αντίστασης κατά του ναζισμού) αλλά επίσης προσδιόρισε τους στρατηγικούς προσανατολισμούς. 

Όπως φαίνεται και από τα αποσπάσματα πιο πάνω πρόκειται για την Εθνική Ανεξαρτησία (η συλλογική ελευθερία των Γάλλων, έλεγε), την «Ευρώπη των πατρίδων» (και όχι των απάτριδων όπως χαρακτηριστικά και αφοριστικά αλλά και προβλεπτικά έλεγε) και τα πυρηνικά όπλα (που θα έδιναν στην Γαλλία την δυνατότητα να είναι ισότιμη με τις άλλες μεγάλες δυνάμεις).

Δεύτερον, δημιούργησε ισχυρούς κρατικούς θεσμούς και συνέδεσε το κράτος με την οικονομία.

Το στοίχημα έκτοτε μετά την αποχώρηση του Ντε Γκολ είναι κατά πόσο οι διάδοχοί του δύνανται να κρατήσουν στιβαρά το τιμόνι διατηρώντας την θέση και τον ρόλο της Γαλλίας στην Ευρώπη και στον κόσμο. Το σημείο αναφοράς οτιδήποτε λέμε για την σύγχρονη Γαλλία δεν μπορεί παρά να είναι ο Ντε Γκολ, οι στρατηγικοί του προσανατολισμοί και οι πνευματική του υπόσταση που στήριξε την γαλλική κοινωνική συνοχή έκτοτε (επαναλαμβάνουμε, πριν τον Ντε Γκολ δεν ήταν δεδομένη).

Τα αποσπάσματα που ακολουθούν δεν εξαντλούν τα ζητήματα που αγγίζουν και τα οποία εξετάζονται εκτενώς στις εκατοντάδες σελίδες των προαναφερθέντων βιβλίων και άλλων δημοσιεύσεων. Τα ζητήματα αυτά, ακριβώς, βρίσκονται μπροστά μας σε μια κατά τα άλλα ενδιαφέρουσα νέα περίοδο.

Υστερόγραφο 1

Διαβάζοντας ξανά επιφυλλίδα του Κονδύλη («Το εμπόριο του πολέμου» 28. 9. 1997 ΤΟ ΒΗΜΑ), διαπιστώνουμε ότι το οξυδερκές βλέμμα του μεγάλου στοχαστή καταλήγει με κάτι που έχει μεγάλη σχέση με τις επιλογής της Μεγάλης Βρετανίας μετά το δημοψήφισμα. Για την ακροτελεύτια λοιπόν φράση «να αναζητήσουν τις προϋποθέσεις της στις πολιτικές ισορροπίες ισχύος μεταξύ των παγκόσμιων Δυνάμεων» σημειώνω ότι η Βρετανία μετά το 1945 εάν όχι ήδη από τον μεσοπόλεμο αυτό έκανε.

Το μόνο που θα πρόσθετα είναι ότι η πολυπολικότητα του σημερινού διεθνούς συστήματος αυξάνει τις επιλογές του Λονδίνου.

Πάντοτε, υποθέτουμε, στο πλαίσιο της ειδικής του σχέσης με τις ΗΠΑ και με δεδομένο ότι ναι μεν οι ΗΠΑ δεσπόζουν ακόμη πλην η θέση τους σε ένα σύστημα πολλών μεγάλων δυνάμεων δεν θα είναι όπως τις δύο πρώτες δεκαετίες μετά τον Ψυχρό Πόλεμο.

Το απόσπασμα του άρθρου του Παναγιώτη Κονδύλη:

«Αφού κανένα ευρωπαϊκό έθνος δεν κατέχει την ισχύ και τη βούληση να πραγματοποιήσει υπό τη δική του ηγεμονία μιαν ιστορικά βιώσιμη ευρωπαϊκή ένωση, η τελευταία πρέπει να οικοδομηθεί με ατμομηχανή τη σύμπνοια των δύο ή τριών μεγαλύτερων εθνών. Στον δρόμο προς την ένωση αυτή θα φανεί ακόμη μια φορά πόσο διαφέρει η υπόθεση του εμπορίου από εκείνη του πολέμου και της ειρήνης. Η οικονομική όσμωση δεν θα απολήξει υποχρεωτικά στην πολιτική, προπαντός αν η ιστορικά κουρασμένη Ευρώπη βολευτεί ψυχολογικά με τη σκέψη ότι μπορεί να ζήσει άνετα και υπό αμερικανική ηγεμονία. 

Και αντίστροφα: παλινδρομήσεις κατά την προσπάθεια στενότερης συνύφανσης των ευρωπαϊκών οικονομιών δεν θα οδηγήσουν οπωσδήποτε σε πόλεμο, με δεδομένη την ευρωπαϊκή ασθένεια της αδυναμίας. Η διαζευκτική λύση: «ή νομισματική ένωση ή πόλεμος», όπως τη διατυπώνουν μερικοί, μπορεί να είναι παιδαγωγικά σκόπιμη, όμως η ιστορική της αξία είναι ελάχιστη. 

Όχι μόνο επειδή πρόσφατα ακόμη στην πρώην Γιουγκοσλαβία και στην πρώην Σοβιετική Ένωση αλληλοσπαράχθηκαν λαοί που επί δεκαετίες απόλαυσαν τις ευλογίες του κοινού νομίσματος, αλλά και επειδή δεν ευσταθεί το υπονοούμενο, ότι δηλαδή σήμερα υπάρχουν στην Ευρώπη έθνη με τη βούληση και τη δύναμη να διεξαγάγουν πόλεμο. Το σημερινό δίλημμα της ευρωπαϊκής ηπείρου δεν είναι: «ενότητα ή πόλεμος», όπως προ του 1945, αλλά «ενότητα ή παρακμή». Η μεγάλη διαφορά ανάμεσα στα δύο αυτά πράγματα γίνεται βέβαια εμφανής μονάχα όταν δεν συγχέεται σε κανένα επίπεδο η λογική του εμπορίου και η λογική του πολέμου. Ακόμη γενικότερα, πρέπει να λεχθεί ότι οι ενδιαφερόμενοι καλά θα έκαναν να μην εμπιστεύονται την ειρήνη στους δήθεν αυτοματισμούς της οικονομίας, αλλά να αναζητήσουν τις προϋποθέσεις της στις πολιτικές ισορροπίες ισχύος μεταξύ των παγκόσμιων Δυνάμεων.

Υστερόγραφο 2

Μετά τι δημοψήφισμα για το Brexit στην ΜΒ έγραψα μερικά κείμενα και όπως εξελίσσονται τα πράγματα οι παρεμβάσεις θα συνεχιστούν. Θα πρέπει όμως να υπογραμμιστεί το εξής: Οι αναλύσεις μας στέκονται στο τρίτο επίπεδο, δηλαδή την διεθνή πολιτική (τα τρία επίπεδα είναι ο Άνθρωπος, το Κράτος και το Διεθνές σύστημα). Εκλαμβάνουν ως δεδομένο ότι οι κατέχοντες την εξουσία διασφαλίζουν την κοινωνική συνοχή και την ισχύ του κράτους αδιαίρετη. Όποιος όμως είναι εξοικειωμένος με εκτενέστερες αναλύσεις μου γνωρίζει ότι δεν θεωρώ τα δυτικά κράτη αυτονόητα συνεκτικά, συγκροτημένα και επαρκή να συγκρατούν ενιαίο το κράτος.

Πιο συγκεκριμένα, την συγκρότηση και συγκράτηση του κράτους τους τελευταίους αιώνες την διασφαλίζουν τα μετά-Μεσαιωνικά ελίτ (φεουδάρχες, γεωκτήμονες, αριστοκρατικές οικογένειες του ηγεμονικού Μεσαίωνα και στην συνέχεια οι διάδοχοί τους Αστοί και αστικοφιλελεύθεροι).

Η κοινωνική συνοχή ναι μεν επιτυγχάνεται σταδιακά στα θεμέλια των μετά-Μεσαιωνικών κρατών πλην η εθνική τους συγκρότηση είναι ακόμη σε πρώιμο στάδιο και υπολείπεται ιστορικών εθνών που διαθέτουν πολιτικές παραδόσεις αιώνων ή και χιλιετιών. Η εθνική συγκρότηση των μετα-Μεσαιωνικών κρατών που επιβίωσαν λόγω καταλήστευσης του πλανήτη υπό αποικιοκρατικές συνθήκες δεν είναι επαρκής και η κοινωνική συνοχή ελλειμματική.

Εξελίξεις τόσο στο επίπεδο του αναδυόμενου πολυπολικού συστήματος όσο και αποτυχία των ολιγαρχικών ελίτ να συγκρατούν ένα βιώσιμο και συνεκτικό κράτος είναι ρευστές και αστάθμητες μεταβλητές. Υπό αυτό το πρίσμα, στην περίπτωση της Βρετανίας, οι αναλύσεις εκλαμβάνουν ως δεδομένο ότι τα μετά-αποικιακά εξουσιαστικά ελίτ της έμμεσης αντιπροσώπευσης θα κατορθώσουν να κρατήσουν το κράτος ενιαίο. Το πιο ευάλωτο κράτος είναι η Βρετανία αλλά όχι μόνο. Το πιο συνεκτικό για λόγους που δεν είναι του παρόντος να αναπτυχθούν, είναι η Γερμανία. Τα ζητήματα αυτά εξετάστηκαν εκτενώς στο «Κοσμοθεωρία των Εθνών, συγκρότηση και συγκράτηση των κρατών, της Ευρώπης και του κόσμου» και σε συντομότερες παρεμβάσεις που αντλούν από αυτό.

Για παράδειγμα βλ. χαρακτηριστικά:

ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΈΣ ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ ΤΟΥ ΜΟΝΤΕΡΝΙΣΜΟΎ ΚΑΙ Η ΚΑΤΆΛΗΞΉ ΤΟΥ: ΚΑΤΕΞΟΥΣΙΑΣΜΟΣ ΚΕΡΔΟΣΚΟΠΩΝ,ΤΟΚΟΓΛΥΦΩΝ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΚΡΑΤΩΝ http://wp.me/p3OqMa-138.

Π. Ήφαιστος, ΤΑ ΜΕΤΑΜΟΝΤΕΡΝΑ ΣΟΔΟΜΑ ΚΑΙ ΓΟΜΟΡΡΑ, Η «ΚΟΣΜΟΘΕΩΡΙΑ ΤΩΝ ΕΘΝΩΝ» και συνθήκες που την κατεδαφίζουν. http://wp.me/p3OlPy-1bQhttp://wp.me/p3OqMa-15l
ΟΛΙΓΑΡΧΙΚΕΣ ΔΟΜΕΣ, ΜΟΝΤΕΡΝΙΣΜΟΣ, ΜΕΤΑΜΟΝΤΕΡΝΙΣΜΟΣ, ΔΕΣΠΟΤΕΙΑ VERSUS ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟΣ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΣ / ΙΣΧΥΡΕΣ… http://wp.me/p3OlPy-10O

ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΕΣ ΘΕΣΕΙΣ ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΝΤΕ ΓΚΟΛ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ, ΤΗΝ ΑΤΛΑΝΤΙΚΗ ΣΥΜΜΑΧΙΑ ΚΑΙ ΤΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ (αναρτημένα ως παραρτήματα στο βιβλίο https://www.facebook.com/thewria.diethnous.ifestos)

Στα κεφάλαια που προηγήθηκαν αναφέρθηκα επανειλημμένως στην γκολική-διακυβερνητική προσέγγιση της θεωρίας ολοκλήρωσης και στον τρόπο που ο στρατηγός Ντε Γκωλ επηρέασε το ευρωπαϊκό γίγνεσθαι της μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο περιόδου. Εκτός από πολιτική και στρατιωτική προσωπικότητα, ο Γάλλος πολιτικός ήταν επίσης κορυφαίος αναλυτής στρατηγικής και πολιτικός φιλόσοφος διεθνών σχέσεων μεγάλης εμβέλειας. Εξάλλου, μετά την κρίση του 1965-66 τα βασικά χαρακτηριστικά του εγχειρήματος της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης φέρουν τη σφραγίδα της γκωλικής φιλοσοφίας. Ουσιαστικά, όπως διαπιστώσαμε στο τέταρτο και πέμπτο κεφάλαιο, η θεωρία ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης άλλαξε πορεία, για να προσαρμοστεί στην πολιτική φιλοσοφία του Ντε Γκωλ.

Για τους πιο πάνω λόγους, στο παρόν κεφάλαιο, επέλεξα να συμπεριλάβω επιλεγμένα αποσπάσματα από τις αναλύσεις του Ντε Γκωλ. Στον αναγνώστη που ενδιαφέρεται για περαιτέρω ενημέρωση θα συνιστούσα να ανατρέξει τα απομνημονεύματα του πρώην προέδρου. Για ανάλυση της πολιτικής του και του τρόπου που επηρέασε τη γαλλική και ευρωπαϊκή ολοκλήρωση ο ενδιαφερόμενος αναγνώστης θα μπορούσε να βρει περισσότερες λεπτομέρειες στην πρόσφατη μονογραφία μου Διπλωματία και Στρατηγική των Μεγάλων Ευρωπαϊκών Δυνάμεων, Γαλλίας, Μεγάλη Βρετανίας, Γερμανίας (Ποιότητα, Αθήνα, 1999).

ΑΡΧΙΚΕΣ ΕΠΙΔΙΩΞΕΙΣ

Αμέσως μετά τον πόλεμο βασικός στόχος του Ντε Γκωλ ήταν σε συνεργασία με τις υπόλοιπες μεγάλες δυνάμεις να διαδραματίσει η Γαλλία πρωταρχικό ρόλο στη διεθνή πολιτική. Αυτός ο στόχος δεν εκπληρώθηκε και η Γαλλία κατέκτησε τη σημερινή υψηλή θέση στην ιεραρχία ισχύος μετά από μεγάλες προσπάθειες και αφού αντιμετώπισε αντιξοότητες:

«Είμαστε πεπεισμένοι ότι στη τελική εκείνη φάση, όταν θα επιτευχθεί αυτή η ενοποίηση της (μεγάλης) Ευρώπης, στην οποία πιστεύουμε και στην οποία προσβλέπουμε, θα μεταφρασθεί σε συγκεκριμένες ενέργειες που θα ενώνουν τους εξής τρεις πόλους: Μόσχα, Λονδίνο, Παρίσι»[1].

ΓΕΡΜΑΝΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ

Για τη Γαλλία, πάντως, το «γερμανικό ζήτημα» και η οικοδόμηση μιας ευρωπαϊκής αρχιτεκτονικής ήταν συγκοινωνούντα δοχεία. Το μόνο νοητό σχήμα, για να μην επανέλθουν τα ευρωπαϊκά κράτη στους «δαίμονες του παρελθόντος», ήταν να δημιουργηθεί μια πανευρωπαϊκή δομή στην οποία η Γερμανία θα είναι πλήρως ενσωματωμένη[2].

«…Στην καρδιά του προβλήματος [των προσπαθειών οικοδόμησης μιας σταθερής και ειρηνικής μεταπολεμικής τάξης πραγμάτων] και στο κέντρο της ηπείρου βρισκόταν η Γερμανία. (…) Πώς να σβήσει κανείς από τη μνήμη των λαών την άμετρη φιλοδοξία της, (…) την τόλμη της, (…) τη δύναμή της, (…) την τυραννία της, (…) Στο εξής έπρεπε να ληφθούν όλες οι προφυλάξεις, για να μην ξαναγυρίσουν ενισχυμένοι οι γερμανικοί δαίμονες. (…) Πρώτα-πρώτα, πίστεψα πως θα ‘ταν άδικο κι επικίνδυνο να αμφισβητήσουμε την γραμμή Όντερ-Νάισσε που την χώριζε από την Πολωνία. (…) [δεύτερο] δεν μπορούσε με κανένα τρόπο να παραχωρηθεί το δικαίωμα της κατοχής και κατασκευής ατομικών όπλων (…) [τρίτο] ν’ αποτελέσει η Γερμανία αναπόσπαστο μέρος της οργανωμένης συνεργασίας των κρατών, που επεδίωκα στο σύνολο της ηπείρου (…) [τέταρτο] η Γαλλία να υφάνει με την Γερμανία ένα δίκτυο προνομιακών δεσμών[3].

Η συγχώνευση της Γαλλίας-Γερμανίας και η δημιουργία μιας σειράς από οικονομικές οντότητες θα γεννήσει αδιαφανείς παρασυναγωγές που θα εξουσιάζονται από τεχνοκράτες (…) είναι ένα αστείο σχέδιο, εκτός και εάν καταλήξει σε γερμανική ηγεμονία»[4].

«Στην καρδιά του προβλήματος και στο κέντρο της ηπείρου βρισκόταν η Γερμανία. Η μοίρα της θέλει να μην μπορεί να οικοδομεί τίποτα χωρίς αυτήν και τίποτα δεν σπάραξε τον παλιό κόσμο όσο οι κακές της πράξεις (…) Πώς να σβήσει κανείς απ’ την μνήμη των λαών της άμετρη φιλοδοξία της (…) Πώς να ξεχάσει κανείς την τόλμη της (…) τη δύναμή της (…) την τυραννία της (…) Στο εξής έπρεπε να ληφθούν όλες οι προφυλάξεις για να μην ξαναγυρίσουν ενισχυμένοι οι κακοί γερμανικοί δαίμονες. Από το άλλο μέρος, όμως, πώς να φαντασθεί κανείς μια μόνιμη και αληθινή ειρήνη πάνω σε βάσεις που ο μεγάλος αυτός λαός να μην μπορεί να δεχτεί»[5].

ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΟΥ ΝΤΕ ΓΚΩΛ – ΠΑΤΡΙΩΤΙΣΜΟΣ – «ΙΔΕΑ ΓΙΑ ΤΗ ΓΑΛΛΙΑ»

Το φιλοσοφικό υπόβαθρο του Ντε Γκωλ ίσως γίνει καλύτερα κατανοητό, εάν δούμε τον τρόπο που ο ίδιος έβλεπε τη δική του πατρίδα, άποψη η οποία συνοψίζεται στη φράση μια «ιδέα για τη Γαλλία»[6]:

«Σ’ ολόκληρη την ζωή μου είχα πάντα μέσα μου μια συγκεκριμένη ιδέα για την Γαλλία. Μου την είχαν εμπνεύσει το συναίσθημα μαζί και η λογική. Μ’ όλη την τρυφερότητα που υπάρχει μέσα μου, φαντάζομαι την Γαλλία σαν μια πριγκιποπούλα των παραμυθιών ή σαν την μαντόνα που βγήκε από κάποια τοιχογραφία. Κι’ ακόμα, προικισμένη μ’ ένα πεπρωμένο υπέροχο κι’ εξαιρετικό. (…) Η θετική πλευρά της σκέψης μου μ’ έχει πείσει ότι η Γαλλία δεν πρέπει να βρίσκεται παρά μόνον στην πρώτη σειρά, πάντα. Πως μονάχα τα μεγάλα οράματα μπορούν ν’ αντισταθμίσουν και να εξουδετερώσουν το σπέρμα της διάλυσης που ο λαός της φέρνει μέσα του. Πως η χώρα μας, στην θέση που βρίσκεται ανάμεσα στις άλλες, έτσι όπως είναι κι αυτές, πρέπει –είναι ζήτημα ζωής ή θανάτου– να βλέπει ψηλά και να στέκεται πάντα ολόρθη. Με δύο λόγια, θέλω να πω ότι η Γαλλία δεν μπορεί να ’ναι Γαλλία δίχως μεγαλοσύνη»[7].

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΟΥ ΝΤΕ ΓΚΩΛ – «ΙΔΕΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΘΡΩΠΟΤΗΤΑ» – ΕΘΝΙΚΗ ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑ – ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ

Η πολιτική φιλοσοφία του Ντε Γκωλ ήταν σφαιρική και οι διάφορες απόψεις του άρρηκτα συνδεδεμένες σε ένα αρμονικό σύνολο ιδεών. Για παράδειγμα, η «ιδέα για την Ευρώπη» και η «ιδέα για τη Γαλλία», συνοδεύονταν από μια «ιδέα για την ανθρωπότητα» και το ανθρώπινο είδος. Η Γαλλία με την ανεξαρτησία της, όπως δήλωσε ο ίδιος ο Ντε Γκωλ σε μια από τις πολλές συνεντεύξεις του, σκοπεύει επίσης στο να αναδειχθεί σε αγωνιστή της διεθνούς συνεργασίας[8]. Ο σοβινιστικός εθνικισμός, με την έννοια του αισθήματος ανωτερότητας απέναντι στους άλλους λαούς, υποστηρίζουν οι γκωλικοί, βρίσκεται σε αντίφαση με τις έννοιες του εθνικισμού-πατριωτισμού και της εθνικής ανεξαρτησίας, όπως τις εξέφραζε ο στρατηγός Ντε Γκωλ. Ο σοβινιστικός εθνικισμός «είναι η άρνηση της ιδέας της εθνικής ανεξαρτησίας, επειδή καταλήγει να μην αναγνωρίζει στις άλλες κρατικές οντότητες το δικαίωμα αυτονομίας»[9] και ανεξαρτησίας.

Συναφώς, ο Ντε Γκωλ πρέσβευε ότι θεμελιώδης αρχή των διεθνών σχέσεων πρέπει να είναι ο σεβασμός της ανεξαρτησίας και της αυτονομίας των άλλων κρατών[10].

Αυτή η αρχή οδηγεί όχι σε ιμπεριαλιστικές συμπεριφορές αλλά σε έναν πατριωτισμό απελευθέρωσης και αντίστασης, όταν μια εξωτερική δύναμη αρνείται να αποδεχθεί το δικαίωμα ενός έθνους να αποφασίζει ελεύθερα και αυτόνομα[11].

Με βάση τα πιο πάνω, δεν είναι περίεργο ότι o Ντε Γκωλ καταπoλέμησε την ιδέα υπερεθνικών ευρωπαϊκών oργανισμών. Βεβαίως, παρά τo γεγovός ότι η Κoιvή Αγoρά είχε και υπερεθvικά χαρακτηριστικά, τελικά τηv απoδέχθηκε και επιδίωξε vα εvσωματώσει τηv αvαπτυξιακή πoλιτική της Γαλλίας στη λoγική πoυ δημιoυργoύσε η διαδικασία ευρωπαϊκής oλoκλήρωσης[12]. Όμως, η «απoδoχή» της ευρωπαϊκής oλoκλήρωσης από τoν στρατηγό δεv είχε μόvo oικovoμικά κίvητρα. Όπως φάvηκε από τηv κρίση τoυ 1965/66, η oπoία oδήγησε στov «συμβιβασμό τoυ Λoυξεμβoύργoυ»[13] τov Iαvoυάριo τoυ 1966, απώτερoς στόχoς ήταv η αλλαγή τωv πoλιτικώv και θεσμικώv ισoρρoπιώv πoυ εγκαθιδρύθηκαv με τη συvθήκη της Ρώμης, η αποδυνάμωση των υπερεθνικών χαρακτηριστικών της ΕΟΚ, η ενδυνάμωση του διακυβερνητικού χαρακτήρα της Κοινότητας και η χρησιμoπoίησή της ως μέσου για την αvάπτυξη εvός ευρωπαϊκoύ «στρατηγικoύ συvόλoυ» υπό γαλλική υψηλή εποπτεία και πολιτική καθoδήγηση[14].

Για τov στρατηγό, τα «μεγάλα (διακρατικά) σύνoλα» (Grand Ensembles), στα πλαίσια τωv oπoίωv η Γαλλία θα διαδραμάτιζε πρωτεύovτα ρόλo, θα ήταv διακρατικές συσπειρώσεις διακυβερvητικoύ χαρακτήρα, με στόχo να διευκολύνουν την αvάπτυξη γαλλικής εθvικής στρατηγικής, τηv αvαβάθμιση τoυ γαλλικoύ εθvικoύ ρόλoυ στη διεθvή πoλιτική και τηv άσκηση εξισoρρoπητικής πoλιτικής με σκoπό τη δημιoυργία και τη διαιώvιση ευvoϊκώv για τη Γαλλία συσχετισμώv ισχύoς[15].

Χωρίς ποτέ να έχει ορίσει με ακρίβεια αυτές τις έννοιες, οι διακρατικές συσπειρώσεις θα μπορούσαν να είναι κάτι περισσότερο από συμμαχία και κάτι λιγότερο από ομοσπονδία[16].

Επομένως, η «ιδέα για τη Γαλλία» έχει την αντίστοιχη έκφρασή της στην «ιδέα για την Ευρώπη» και στην «ιδέα για το ανθρώπινο είδος», προσαρμοσμένη πάντοτε στις γαλλικές στρατηγικές επιδιώξεις και ιδιαίτερα στην γκωλική αντίληψη περί παγκόσμιας και ευρωπαϊκής ισορροπίας ισχύος και συμφερόντων. 

Όπως το έθεσε ο ίδιος ο Ντε Γκωλ στα απομνημονεύματά του, αναφερόμενος στον Μωρίς Κουβ ντε Μουρβίλ:


«Είχε την πίστη, γιατί ήταν της γνώμης πως η Γαλλία δεν θα διαρκούσε παρά αν βρισκόταν στην πρώτη γραμμή, πως ο Ντε Γκωλ μπορούσε να την ξαναφέρει εκεί, πως τίποτ’ άλλο δεν είχε σημασία σ’ αυτό τον κόσμο παρά η εργασία γι’ αυτό τον σκοπό. Αυτά σκοπεύαμε να κάνουμε στο μεγάλο ευρωπαϊκό πεδίο. (…) Ταίριαζε με την φύση [των Ευρωπαίων] να σχηματίσουν ένα σύνολο, που θα είχε, στην μέση του κόσμου, τον χαρακτήρα και την οργάνωση των λαών αυτών. (…)

Πώς να μην παρατηρήσει κανείς πως κανένας από αυτούς [Καρλομάγνος, Κάρολος Ε΄, Ναπολέων, Χίτλερ] τους κήρυκες της [ευρωπαϊκής] ένωσης δεν μπόρεσε να επιτύχει από τα υποταγμένα έθνη να παραιτηθούν από τον εαυτό τους. 

Αντίθετα, η αυθαίρετη συγκέντρωση προκάλεσε πάντα, από αντίδραση, την δριμύτερη ανάπτυξη των εθνικισμών. Νομίζω λοιπόν πως, τώρα, όπως και σ’ άλλες εποχές, η ένωση της Ευρώπης δεν μπορεί να συνίσταται στην συγχώνευση των λαών, μα πως μπορεί και πρέπει να προέλθει από την συστηματική προσέγγισή τους. Η πολιτική μου επιδίωκε, λοιπόν, την καθιέρωση στενής συνεργασίας των ευρωπαϊκών εθνών, ώστε μ’ αυτή την ανάπτυξη, ανάμεσά τους, κάθε είδους δεσμών, να αυξηθεί η αλληλεγγύη τους. (…)

Θελήσαμε να ωθήσουμε τα κράτη σε τακτική συνεννόηση στην πολιτική σφαίρα, ώστε να μην παρασύρουν την Δύση προς ένα Ατλαντικό σύστημα ασυμβίβαστο προς κάθε δυνατότητα Ευρώπης, μα αντίθετα αυτοί οι κεντρόφυγες ν’ αποφασίσουν να ενσωματωθούν με την ήπειρο, αλλάζοντας συνήθειες, προσανατολισμούς και πελατείες»[17].

ΤΟ ΤΡΙΠΤΥΧΟ ΤΗΣ ΓΑΛΛΙΚΗΣ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗΣ ΗΤΑΝ Η ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑ, η επίμονη προσπάθεια επίτευξης των εθνικών στόχων, όπως αυτοί προσδιορίζονται στο Παρίσι, και η απόρριψη κάθε μορφής εξωτερικής ηγεμονίας[18].

Όπως το έθεσε ο ίδιος ο στρατηγός Ντε Γκωλ:

«αν υπήρχε μια φωνή που θα μπορούσε να ακουστεί, μια δράση που θα μπορεί να είναι αποτελεσματική, σχετικά με την διεθνή τάξη που θ’ αντικαθιστούσε τον ψυχρό πόλεμο, αυτή η φωνή και αυτή η δράση δεν θα μπορούσε παρά να είναι εκείνες της Γαλλίας. [Η Γαλλία] χρειαζόταν, για να μην πέσει στην αταξία και στην παρακμή, να αισθανθεί, για μια ακόμη φορά στην ιστορία της, προικισμένη με παγκόσμια ευθύνη. Αυτή είναι η φιλοσοφία μου»[19]. «Η χώρας μας είναι ικανή να παίρνει μόνη της τις αποφάσεις της στην Ευρώπη και σ’ ολόκληρο τον κόσμο και πρέπει να το κάνει γιατί αυτό αποτελεί, ηθικά, ένα κίνητρο απαραίτητο για την προσπάθειά της. Αυτή η ανεξαρτησία συνεπαγόταν φυσικά, την κατοχή, για την ασφάλειά της, των συγχρόνων μέσων αποτροπής των επιθέσεων (…) να προικίσω την Γαλλία με μια πυρηνική δύναμη τέτοια, ώστε κανείς να μη μπορεί να μας επιτεθεί χωρίς να ριψοκινδυνεύσει φοβερές πληγές»[20].

ΑΤΛΑΝΤΙΚΗ ΣΥΜΜΑΧΙΑ

Η στρατηγική του Ντε Γκωλ δεν αποσκοπούσε να διαλύσει την Ατλαντική Συμμαχία, την οποία ήθελε «να διατηρήσει ως ύστατη προφύλαξη»[21].

Όμως, ήταν αναγκαίο:

«το Παρίσι να μετέχει άμεσα στις πολιτικές και στρατηγικές αποφάσεις που στην πραγματικότητα λαμβάνονταν μόνο από την Αμερική, με χωριστή γνωμοδότηση της Αγγλίας»[22]. «Πρέπει, είπα, η άμυνα της Γαλλίας να είναι Γαλλική. Αν συμβεί σ’ ένα έθνος σαν την Γαλλία πρέπει να πρόκειται για τον δικό της τον πόλεμο… Βέβαια, η Γαλλική άμυνα, θα μπορούσε, στην ανάγκη, να συνδυασθεί με την άμυνα άλλων χωρών. Όμως, θα ήταν απαραίτητο να πρόκειται για δική μας άμυνα, να υπερασπισθεί δηλαδή η Γαλλία τον εαυτό της με τα δικά της μέσα και με τον δικό της τρόπο. (…) Το κράτος δεν είχε ποτέ και δεν μπορεί να έχει δικαίωση, και κατά μείζονα λόγο και διάρκεια, εάν δεν αναλάβει απ’ ευθείας την ευθύνη της εθνικής άμυνας»[23].

ΕΥΡΩΠΗ, ΑΜΕΡΙΚΗ, ΓΕΡΜΑΝΙΑ

Στο θέμα της θεσμικής και πολιτικής οργάνωσης της Ευρώπης οι δύο προτεραιότητες ήταν αφενός η αποφυγή της αμερικανικής ηγεμονίας και αφετέρου η αποτροπή επανάληψης ηγεμονικών τάσεων εκ μέρους της Γερμανίας. Ταυτόχρονα, υπήρξε σαφής αποκήρυξη της υπερεθνικότητας ή κάθε άλλης μορφής διεθνισμού. Το σχήμα που προτιμούσε ο Γάλλος ηγέτης ήταν μια πλουραλιστική διακυβερνητική δομή με εν δυνάμει συμπερίληψη των λαών της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης.

Η ευρωπαϊκή και ατλαντική πολιτική βρισκόταν σε άμεση συνάρτηση με τον στόχο της κατάκτησης και της κατοχύρωσης ισχυρής θέσης και ρόλου στο διεθνές σύστημα. Η Ατλαντική Συμμαχία με τη μορφή που είχε πάρει τη δεκαετία του 1950 θεωρούνταν ως το εργαλείο στρατιωτικής και πολιτικής υποταγής της Δυτικής Ευρώπης στις Ηνωμένες Πολιτείες[24], ενώ οι Γάλλοι ασκούσαν –και συνεχίζουν να ασκούν– κριτική στη μετατροπή του «τρίτου κόσμου» σε πεδίο ανταγωνισμού, χώρο στον οποίο η Γαλλία επιφυλασσόταν να ασκεί αυτόνομη πολιτική σύμφωνα με τις δικές της αντιλήψεις περί διεθνών σχέσεων και σύμφωνα με τα δικά της εθνικά συμφέροντα.

Ο Ντε Γκωλ, ασκώντας κριτική στις θέσεις και αναλύσεις μερικών Γάλλων διανοουμένων και πολιτικών ηγετών, στηλίτευε την τάση εξάρτησης και υποταγής σε συμφέροντα και κριτήρια αλλότρια των γαλλικών. Όπως το έθετε, η νοοτροπία και οι διεθνιστικές ιδεολογίες των «ξενόδουλων κύκλων» της Γαλλίας διέβρωσαν τη χώρα σε τέτοιο βαθμό, ούτως ώστε «για τα ιθύνοντα στελέχη κάθε πολιτικού κόμματος, το σβήσιμο της χώρας μας έγινε δόγμα καθιερωμένο και αδιαμφισβήτητο» [25].

Από αυτή την άποψη απορρέει ίσως και η γκωλική θέση για το θέμα της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Αντιπαρατιθέμενος στην κομουνιστική πλευρά, υποστήριζε ότι:

«όλοι οι παλαιότεροι σχηματισμοί υποστήριζαν την “υπερεθνικότητα”, δηλαδή την υποταγή της Γαλλίας σ’ ένα νόμο που δεν θα ήταν δικός της. Έπρεπε να προχωρήσουμε σε μια Ευρώπη όπου οι τεχνοκράτες θα αποτελούσαν την εκτελεστική εξουσία κι’ οι κοινοβουλευτικοί θα ανελάμβαναν την νομοθετική.

Η μεγάλη πλειοψηφία των πρώτων και των δεύτερων θα αποτελείτο από ξένους, που θα είχαν έτσι το δικαίωμα να ρυθμίζουν την τύχη του Γαλλικού λαού. Σ’ αυτή την ιδέα οφειλόταν το πάθος για την Ατλαντική οργάνωση, που θα ανέθετε την ασφάλεια, δηλαδή την πολιτική, της χώρας μας στην διάθεση μιας άλλης. Σ’ αυτή οφειλόταν η προθυμία υπαγωγής των πράξεων των δημοσίων εξουσιών μας στην διάθεση των διεθνών ιδρυμάτων, όπου, με το πρόσχημα των συλλογικών συζητήσεων, θα εκδηλωνόταν, σ’ όλους τους τομείς –τον πολιτικό, τον στρατιωτικό, τον οικονομικό, τον τεχνικό, τον νομισματικό– η ανώτατη εξουσία του προστάτη, κι’ όπου οι αντιπρόσωποί μας θα περιορίζονταν να “συνηγορούν υπέρ της Γαλλίας”.

Σ’ αυτή οφειλόταν, τέλος, ο αδιάκοπος ερεθισμός που προκαλούσε στους ξενόφιλους κύκλους, η δράση που θα ασκούσα στο όνομα ενός ανεξάρτητου έθνους. Όμως, από την άλλη μεριά, δεν μού έλειψαν κι οι βοήθειες. Συναισθηματικά, είχα την υποστήριξη του λαού μας, που, χωρίς καθόλου οίηση, επέμενε να διατηρήσει την προσωπικότητά του, ιδίως αφού λίγο έλειψε να την χάσει, κι’ αφού διαπίστωνε πως, παντού, οι άλλοι επιβεβαίωναν ζωηρά τη δική τους, στον τομέα της εθνικής κυριαρχίας, της γλώσσας, της καλλιέργειας, της παραγωγής, ακόμα και του αθλητισμού. Κάθε φορά που εκφραζόμουν δημόσια για το θέμα αυτό, ένοιωθα τις καρδιές να χτυπούν πιο γρήγορα.[26] (…) Για να οικοδομήσεις κάτι που θα κρατήσει επιβάλλεται να έχει ως θεμέλιο τις πραγματικότητες. Ε! λοιπόν, αυτές οι πραγματικότητες [στην Ευρώπη] είναι εθνικές[27]. … [Η Ευρώπη δεν μπορεί να οικοδομηθεί] από μερικούς αρεοπαγίτες τεχνοκράτες, απάτριδες και ανεύθυνους»[28].

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΛΟΚΛΗΡΩΣΗ ΚΑΙ ΟΙ ΑΠΑΤΡΙΔΕΣ ΤΕΧΝΟΚΡΑΤΕΣ

Ο Ντε Γκωλ για πολλούς και αλληλένδετους λόγους αμφισβητούσε το – εναλλακτικό στο δικό του– όραμα της υπερεθνικής Ευρώπης. Κυρίως, αμφισβητούσε τη θεσμική αφετηρία όπως αυτή δημιουργήθηκε τη δεκαετία του 1950, τους στόχους ως προς το τελικό στάδιο της διαδικασίας ολοκλήρωσης και τον ορθολογισμό των θεμελιωδών επιδιώξεων:

«Μήπως [η διαδικασία υπερεθνικής ολοκλήρωσης] επεδίωκε –που θα ήταν κιόλας πολύ– να εναρμονίσει με πρακτικά συμφέροντα των έξι κρατών, να ενισχύσει την οικονομική τους αλληλεγγύη απέναντι στο εξωτερικό και αν ήταν δυνατό, να επιτύχει την κοινή δράση στον διεθνή τομέα; Ή μήπως προορισμός του ήταν να πραγματοποιήσει την ολοκληρωτική συγχώνευση των οικονομιών τους και της πολιτικής τους για να εξαφανισθούν, σε μια μοναδική ολότητα που θα είχε την κυβέρνησή της, το κοινοβούλιό της, τους νόμους της και που θα διοικούσε σε όλους τους τομείς τους υπηκόους της, υπηκόους Γαλλικής, Ιταλικής, Ολλανδικής, Βελγικής, ή Λουξεμβουργιανής προέλευσης, που θα γίνονταν συμπολίτες στους κόλπους της τεχνητής πατρίδας που θά είχε γεννήσει το μυαλό των τεχνοκρατών;

Είναι αυτονόητο πως, επειδή δεν μου αρέσουν οι χίμαιρες, είχα ταχθεί με την πρώτη έννοια. Αλλά η δεύτερη συνοδευόταν απ’ όλες τις ελπίδες και όλες τις αυταπάτες των οπαδών της υπερεθνικής σχολής»[29].

«[Mε την πείρα που αποκτήθηκε από την ίδρυση της ΕΟΚ] εξακριβώθηκε πως, για να προχωρήσουμε στην ένωση της Ευρώπης, τα κράτη ήταν τα μόνα αξιόλογα στοιχεία, και πως όταν κινδύνευε το εθνικό συμφέρον, τίποτα και κανείς δεν μπορούσε να τα εκβιάσει, και μόνο ο δρόμος της συνεργασίας [στο πλαίσιο ομόφωνων αποφάσεων] ήταν σε θέση να οδηγήσει κάπου (…) Σε ποια βάθη αυταπάτης έπρεπε, αλήθεια, να φτάσει κανείς για να πιστέψει πως τα Ευρωπαϊκά έθνη, που σφυρηλατήθηκαν επί αιώνες με τεράστιες προσπάθειες και οδύνες, καθένα με την ιστορία του, την γεωγραφική του θέση, την γλώσσα του, τις παραδόσεις του, τους θεσμούς του, θα μπορούσαν με την θέλησή τους να πάψουν να είναι οι εαυτοί τους, και θα δέχονταν να σχηματίσουν ένα και μόνο κράτος. Σε ποιες συνοπτικές σκέψεις ανταποκρινόταν η σύγκριση που έκαναν συχνά αφελείς άνθρωποι, ανάμεσα σ’ εκείνο που έπρεπε να κάνει η Ευρώπη και σε όσα έκαναν οι Ηνωμένες Πολιτείες»[30].

ΑΜΕΡΙΚΗ, ΒΡΕΤΑΝΙΑ, «ΑΓΓΛΟΣΑΞΟΝΕΣ»

Η παραδοσιακή γαλλική επιφύλαξη για τον ρόλο, τις επιλογές και τους γεωπολιτικούς στόχους των «Αγγλοσαξόνων» γίνεται αντιληπτή, εάν γίνει αναφορά στις θέσεις του Ντε Γκωλ για τον ιστορικό ρόλο της Αγγλίας και τις επιδιώξεις του Λονδίνου να αλλάξει εκ των έσω την ευρωπαϊκή πολιτική σκηνή υποβάλλοντας αίτηση εισδοχής[31]:

«Δεν ήταν παράξενη η βασική αντίθεση των Άγγλων προς την επιχείρηση [δημιουργίας και ανάπτυξης της ευρωπαϊκής κοινότητας των έξι], αφού, λόγω της γεωγραφικής τους θέσης και συνεπώς της πολιτικής τους, δεν δέχτηκαν ποτέ ούτε να ιδούν την ήπειρο να ενώνεται ούτε να γίνουν ένα μαζί της. Μπορεί να πεί κανείς, μάλιστα, κατά κάποιον τρόπο πως, εδώ και οκτώ αιώνες, ολόκληρη η ιστορία της Ευρώπης έγκειται σ’ αυτό (…) Αφού δεν είχαν κατορθώσει να εμποδίσουν την γέννηση της Κοινής Αγοράς απ’ έξω, σχεδίαζαν τώρα, να την παραλύσουν από μέσα. Παύοντας να απαιτούν την ματαίωσή της, δήλωσαν τώρα, αντίθετα, πως ήθελαν να λάβουν μέρος σ’ αυτήν»[32].Η γκωλική αντίληψη περί θεσμικής και πολιτικής οργάνωσης του ευρωπαϊκού χώρου προσέβλεπε σε ένα πλουραλιστικό σύστημα συνεργαζόμενων κρατών απαγκιστρωμένων από την αμερικανική ή άλλη κηδεμονία. Η γκωλική προβληματική, μάλλον ουτοπικού χαρακτήρα στην ιδεατή μορφή των στόχων και των επιδιώξεων, ενέτασσε σε ένα κοινό σχέδιο την ευρωπαϊκή, ατλαντική και εθνική στρατηγική. Υποψιαζόταν τους Αμερικανούς ότι προτιμούν μια διαιρεμένη και όχι μια συνομοσπονδιακή Ευρώπη, κάτι που δεν θα τους διευκόλυνε να ασκούν την ηγεμονία τους[33].

Όπως το έθετε:

«οπωσδήποτε (οι Αμερικανοί), προτιμούν τους υπόλοιπους διαχωρισμένους σε ξεχωριστά τμήματα: ηπειρωτική Ευρώπη, Βόρεια Ευρώπη, Ιβηρική Χερσόνησο, Μεσόγειο, Άπω και Μέση Ανατολή, Λατινική Αμερική, περιοχές σε κάθε μια από τις οποίες θα παίζουν ξεχωριστό παιχνίδι»[34]. «Είμαι πεπεισμένος πως εάν η Γαλλία σταθεί όρθια και βρει τον προσανατολισμό της, ιδιαίτερα εάν βοηθηθεί σ’ αυτό από τους Γερμανούς, θα μπορούσε να πάρει την πρωτοβουλία να καλέσει για το κτίσιμο της Ευρώπης που θ’ αλλάξει τις διακρατικές σχέσεις από τον Ατλαντικό μέχρι τα Ουράλια»[35]. «Ένας στόχος της Γαλλίας είναι η Ένωση ολόκληρης της Ευρώπης, του δυτικού τμήματός της, του κέντρου της και του ανατολικού τμήματός της, με πρακτικά μέτρα, με ύφεση, εγκάρδια συνεννόηση και συνεργασία στα οποία είμαστε ειλικρινά προσηλωμένοι»[36].

ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΕΣ ΘΕΣΕΙΣ ΒΡΕΤΑΝΩΝ ΗΓΕΤΩΝ

(δημοσιευμένα στα παραρτήματα του βιβλίου https://www.facebook.com/thewria.diethnous.ifestos)

Όπως και με τους Γάλλους ηγέτες, παραθέτω πιο κάτω επιλεγμένες θέσεις των ηγετών της Βρετανίας στις οποίες κάνω αναφορά κατά την ανάλυση των κεφαλαίων που προηγήθηκαν και οι οποίες πιστεύεται πως υπήρξαν καθοριστικές στη διαμόρφωση της βρετανικής διπλωματίας. Εισαγωγικά, θα μπορούσε να σημειωθεί πως παρά τις αμφιταλαvτεύσεις και τις αvαπρoσαρμoγές της βρεταvικής εξωτερικής πoλιτικής μετά τov Δεύτερo Παγκόσμιo Πόλεμo, oι ηγέτες της χώρας αυτής πoτέ δεv έπαψαv vα oραματίζovται τo Ηvωμέvo Βασίλειo ως έvα κράτoς με μovαδικό ρόλo και με ισχυρή παρουσία στη διεθνή πoλιτική. Ο αναγνώστης θα μπορούσε να παρατηρήσει πως μισό περίπου αιώνα μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο τα βασικά χαρακτηριστικά των διπλωματικών επιλογών της χώρας αυτής παραμένουν αναλλοίωτα.

ΟΜΙΛΙΑ ΤΣΩΡΤΣΙΛ, ΖΥΡΙΧΗ 19.9.1946

Ο Γουίνστον Τσώρτσιλ, ηγέτης της Βρετανίας κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, αποτελεί αξιόπιστη πηγή για τον αρχικό προβληματισμό του Ηνωμένου Βασιλείου σε σχέση με στρατηγικά ζητήματα. Στη Ζυρίχη στις 19 Σεπτεμβρίου 1946, σε μια ομιλία που αποτελεί σταθμό και σημείο αναφοράς για τη βρετανική διπλωματία, υποστήριξε τη δημιουργία των «Ηνωμένων Πολιτειών της Ευρώπης». Σε αυτό το εγχείρημα, υποστήριξε, η Βρετανία θα είναι «μαζί με τους Ευρωπαίους αλλά όχι μία από αυτούς».

Μερικά σημεία της ομιλίας είναι τα πιο κάτω:

«Η Ευρώπη, αυτή η αριστοκρατική ήπειρος, η πιο καλλιεργημένη περιοχή της γης, είναι ο τόπος όλων των αρχικών φυλών του δυτικού κόσμου, της χριστιανικής θρησκείας και των χριστιανικών ηθικών αρχών, του πολιτισμού, της τέχνης και της επιστήμης. (…) Εντούτοις, στην Ευρώπη έλαβαν χώρα οι εθνικιστικές φρικαλεότητες των τευτονικών εθνών (…) Πάντως, υπάρχει λύση (…) Η ανάπλαση της ευρωπαϊκής οικογένειας [εθνών] ή του μεγαλύτερού της μέρους, με τη δημιουργία μιας δομής κάτω από την οποία θα αναπτυχθεί ειρηνικά, με ασφάλεια και με ελευθερία. Πρέπει να κτίσουμε τις Ηνωμένες Πολιτείες της Ευρώπης (…) [στο παρελθόν] Η Κοινωνία των Εθνών [και άλλες παρόμοιες ιδέες] απέτυχε επειδή τα ίδια κράτη που τη δημιούργησαν εγκατέλειψαν τις αρχές της.

[(Στη συνέχεια συνυπέγραψε πρόσφατη δήλωση του προέδρου Τρούμαν υπέρ της δημιουργίας ενός ευρωπαϊκού περιφερειακού οργανισμού αντίστοιχου και ανάλογου του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, ιδέα που δεν υιοθετήθηκε από τα υπόλοιπα δυτικά κράτη)]. Ο ένοχος πρέπει να τιμωρηθεί: Η Γερμανία πρέπει να αφοπλιστεί και να της αφαιρεθεί η ικανότητα να ξανακάνει επιθετικό πόλεμο. (…) Το πρώτο βήμα ανάπλασης της ευρωπαϊκής οικογένειας είναι ένας συνεταιρισμός μεταξύ Γαλλίας και Γερμανίας. Με τον τρόπο αυτό η Γαλλία θα επανακτήσει τον ηθικό ηγετικό ρόλο στην [ηπειρωτική] Ευρώπη. Δεν μπορεί να υπάρξει ανανέωση της Ευρώπης χωρίς την πνευματική ανύψωση της Γαλλίας και της Γερμανίας.

Η δομή των Ηνωμένων Πολιτειών της Ευρώπης πρέπει να είναι τέτοια, ώστε να καταστήσει την υλική ισχύ ενός εκάστου κράτους λιγότερο σημαντική. Τα μικρά κράτη θα είναι εξίσου σημαντικά με τα μεγάλα. Τα παλιά κράτη και πριγκιπάτα της Γερμανίας θα μπορούσαν να συμμετέχουν όπως το επιθυμούν σε ένα χαλαρό ομοσπονδιακό σύστημα και καθένα από αυτά να πάρει τη θέση που επιθυμεί στις Ηνωμένες Πολιτείες της Ευρώπης. (…) Η Μεγάλη Βρετανία, η Βρετανική Κοινοπολιτεία, η ισχυρή Αμερική και, ευελπιστώ, η Ρωσία –πράγματι, γι’ αυτούς όλα αυτά θα είναι πολύ καλά– πρέπει να είναι φίλοι και ανάδοχοι της νέας Ευρώπης»[37].

ΤΣΩΡΤΣΙΛ, 1948 – Η ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ ΚΥΚΛΩΝ

Ανάλογες θέσεις κατά τη διάρκεια των δεκαετιών του 1940 και του 1950 εκφράστηκαν τόσο από τους άλλους ηγέτες[38] όσο και από τον Τσώρτσιλ, ο οποίος σε μεταγενέστερες τοποθετήσεις του έκανε σαφέστερους τους στρατηγικούς στόχους και πιο ευδιάκριτους τους προσανατολισμούς και τους τρόπους επίτευξης των στόχων. 

Το 1948 περιέγραψε τους θεμελιώδεις βρετανικούς στρατηγικούς προσανατολισμούς ως εξής:

«Αισθάvoμαι τηv ύπαρξη τριώv κύκλωv… Ο πρώτoς κύκλoς είvαι φυσικά η Κoιvoπoλιτεία και η αυτoκρατoρία, με οτιδήπoτε εμπερικλείoυν. Μετά υπάρχει o αγγλόφωvoς κόσμoς στoν oπoίo o Καναδάς, oι βρετανικές κτήσεις και oι Ηνωμένες Πoλιτείες διαδραματίζoυv σημαντικό ρόλo. Και τέλoς, υπάρχει η Εvωμένη Ευρώπη. Αυτoί oι μεγαλοπρεπείς κύκλoι συνυπάρχουν και, εάν διασυνδεθoύν, δεv υπάρχει δύvαμη ή συvδυασμός δυvάμεων πoυ θα μπoρoύσε vα τoυς πρoκαλέσει ή vα τoυς αvατρέψει.

Εάv παρατηρήσεις πρoσεκτικά τoυς τρεις αυτoύς κύκλoυς, θα αvτιληφθείς ότι είμαστε η μόvη χώρα πoυ έχει τo σημαvτικότερo λόγo στov κάθε έvαν από αυτoύς. Ουσιαστικά, ως χώρα, βρισκόμαστε στo σημείo διασταύρωσής τους και αυτό τo (βρεταvικό) vησί στo σταυρoδρόμι τωv θαλάσσιων και ίσως αερoπoρικώv συγκοιvωvιώv. Έχoυμε τηv ευκαιρία (ως χώρα) vα τoυς συvδέσoυμε»[39].

ΣΥΝΟΜΙΛΙΑ ΝΤΕ ΓΚΩΛ – ΜΑΚΜΙΛΛΑΝ

Στα απομνημονεύματά του, συνοψίζοντας απόψεις που επανειλημμένα εξέφρασε και αναφερόμενος στη συνάντησή του με τον Χάρολντ Μακμίλλαν, ο στρατηγός Ντε Γκωλ γράφει τα εξής:

«Ως πού μπορούσαμε να προχωρήσουμε με τις ανωμαλίες που προσπαθούσαν να δημιουργήσουν οι Άγγλοι και με την επιμονή των πέντε μας συνεταίρων να μείνουν κάτω από την επιρροή τους; Δεν ήταν παράξενη η βασική αντίθεση των Άγγλων προς την επιχείρηση, αφού, λόγω της γεωγραφικής τους θέσης, και συνεπώς της πολιτικής τους, δεν δέχθηκαν ποτέ ούτε να δουν την ήπειρο να ενώνεται ούτε να γίνουν ένα μαζί της. Μπορεί να πει κανείς μάλιστα, κατά κάποιο τρόπο, πως εδώ και οκτώ αιώνες ολόκληρη η ιστορία της Ευρώπης έγκειται σε αυτό. (…) [αφού η Βρετανία αποφάσισε να μη συμμετάσχει στην Κοινότητα τη δεκαετία του 1950] (…) Έπειτα, με την πρόθεση να ματαιώσει την απόπειρα των Έξι, τους είχε προτείνει να οργανώσουν μαζί της και με μερικούς άλλους μια ευρύτατη ζώνη ελευθέρων ευρωπαϊκών ανταλλαγών. Εκεί βρίσκονταν τα πράγματα την ημέρα της επιστροφής μου στην εξουσία.

Στις 29 Ιουνίου του 1958 είδα να καταφθάνει στο Παρίσι ο πρωθυπουργός Χάρολντ Μακμίλλαν. Στη μέση των φιλικών μας συνομιλιών για πολλά θέματα μου δήλωσε ξαφνικά πολύ συγκινημένος: “Η κοινή Αγορά είναι, γι’ ακόμη μια φορά, το Ηπειρωτικό Σύστημα (που θα μας αποκλείσει). Η Αγγλία δεν το δέχεται. Σας παρακαλώ, παραιτηθείτε απ’ το εγχείρημα αυτό. Ειδάλλως, θα μπούμε σ’ έναν πόλεμο που, ασφαλώς, θα είναι οικονομικός στην αρχή, μα θα κινδυνεύσει να απλωθεί βαθμιαία και σε άλλους τομείς”. Κρίνοντας πως οι υπερβολές δεν έχουν σημασία, προσπάθησα να κατευνάσω τον Άγγλο πρωθυπουργό, ρωτώντας τον γιατί το Ηνωμένο Βασίλειο δεν ήθελε να εγκατασταθεί ανάμεσα στους Έξι ένα σύστημα εμπορικών προτιμήσεων το ίδιο με αυτό που υπάρχει στο εσωτερικό της Κοινοπολιτείας. 

Στο αναμεταξύ ο υπουργός Ρίτσαρντ Μώντλιγκ προσπαθούσε με λύσσα να διατηρήσει, στους κόλπους της οργάνωσης που λεγόταν “Ευρωπαϊκή Οικονομική Συνεργασία”, και στην οποία μετείχε η Αγγλία, διαπραγματεύσεις που κρατούσαν τους Έξι σε αδημονία και καθυστερούσαν τη λειτουργία της Κοινότητάς τους, προτείνοντας την απορρόφησή της και συνεπώς τη διάλυσή της, σε μια ζώνη ελευθέρων ανταλλαγών (…)

Μα το παιχνίδι απλώς είχε αναβληθεί. Στα μέσα του 1961 οι Άγγλοι ξανάρχισαν την επίθεση. Αφού δεν είχαν κατορθώσει να εμποδίσουν τη γέννηση της Κοινής Αγοράς απ’ έξω, σχεδίαζαν τώρα να την παραλύσουν από μέσα. Παύοντας να απαιτούν τη ματαίωσή της, δήλωναν τώρα, αντίθετα, πως ήθελαν να λάβουν μέρος σ’ αυτή»[40].

ΘΑΤΣΕΡ, 20.9.1988 – «ΟΜΙΛΙΑ BRUGES»


Margaret Thatcher και Ronald Reagan

Ο καλύτερος ίσως τρόπος, για να δοθεί το στίγμα της κρατούσης τάσης στην ευρωπαϊκή πολιτική της Βρετανίας, δύο περίπου δεκαετίες μετά την ένταξη και στα πρόθυρα της δεκαετίας του 1990, είναι η αναφορά στις απόψεις της Μάργκαρετ Θάτσερ, πρωθυπουργού από το 1979 μέχρι το 1990. Στην πολύ γνωστή πλέον ομιλία της στο Κολέγιο του Bruges στις 20 Σεπτεμβρίου 1988 η Μάργκαρετ Θάτσερ, μεταξύ άλλων, υποστήριξε τα εξής:

«Η ευρωπαϊκή ιδέα δεν είναι ιδιοκτησία οποιασδήποτε ομάδας ή θεσμού, ούτε η Ευρώπη είναι δημιούργημα των συνθηκών της Ρώμης (…) Εμείς, στη Βρετανία, ορθώς είμαστε υπερήφανοι για τον τρόπο με τον οποίο, από την εποχή της Μάγκνα Κάρτα το 1215, διαδραματίσαμε ρόλο πρωτοπόρου στην ανάπτυξη αντιπροσωπευτικών θεσμών που ορθώνονται ως οχυρά της ελευθερίας. (…) 

Με τον δικό μας, ιδιαίτερο τρόπο, συνεισφέραμε πολλά στην Ευρώπη. [(Πρόκειται για αναφορά στους νεκρούς των τελευταίων αιώνων στους ευρωπαϊκούς πολέμους)].

Εάν δεν είχαμε επιδείξει αποφασιστικότητα να πολεμήσουμε και να πεθάνουμε, η Ευρώπη θα είχε από καιρό ενωθεί, όχι όμως στο πλαίσιο ελευθερίας ή δικαιοσύνης αλλά τυραννίας. (…) Η Ευρωπαϊκή Κοινότητα δεν είναι παρά μόνο μια εκδήλωση της Ευρωπαϊκής ταυτότητας.

Υπάρχουν και άλλες. Ποτέ δεν πρέπει να ξεχνούμε πως ανατολικά του σιδηρού παραπετάσματος είναι ένα κομμάτι της Ευρώπης με το οποίο έχουμε κοινή κληρονομιά στα θέματα ελευθερίας, ταυτότητας και πολιτισμού. Ούτε θα πρέπει να ξεχνούμε πως οι ευρωπαϊκές αξίες βοήθησαν στο να καταστούν οι Ηνωμένες Πολιτείες ο γενναίος υπερασπιστής της ελευθερίας. (…) [Οι Βρετανοί, είναι αλήθεια, ατενίζουμε και προς άλλους ορίζοντες].

Η Ευρώπη ποτέ δεν θα ευημερούσε και μελλοντικά δεν θα ευημερεί ως μια εσωστρεφής λέσχη. (…) Η Ευρωπαϊκή Κοινότητα ανήκει σε όλα τα μέλη της. Πρέπει να είναι η αντανάκλαση των προσδοκιών τους και των παραδόσεών τους. [Αλλά] η Κοινότητα δεν είναι αυτοσκοπός. Ούτε είναι ένα θεσμικό μηχάνημα που θα μετασχηματίζεται συνεχώς στη βάση των επιταγών κάποιας αφηρημένης έννοιας. Ούτε μπορεί να οστεοποιείται με ατέλειωτους κανονισμούς (…) 

Οι Ευρωπαίοι δεν έχουμε την πολυτέλεια να σπαταλούμε την ενέργειά μας σε εσωτερικές μυστικές διαμάχες επί θεσμικών θεμάτων. Αυτά δεν μπορούν να αντικαταστήσουν την αποτελεσματική δράση (…) [οι κατευθυντήριές μας γραμμές πρέπει να είναι οι πιο κάτω]. Πρώτον, πρόθυμη και ενεργής συνεργασία μεταξύ ανεξάρτητων και κυρίαρχων κρατών είναι ο καλύτερος οδηγός, για να κτίσουμε μια επιτυχή Ευρωπαϊκή Κοινότητα. (…)

[Όμως] για να εργαστούμε μαζί, δεν απαιτείται συγκέντρωση εξουσίας στις Βρυξέλλες ή αποφάσεις που θα λαμβάνονται από μια διορισμένη γραφειοκρατία. (…)

Δεν επιτύχαμε υποχώρηση του κράτους στη Βρετανία, για να μας επιβληθεί ξανά, μέσω της επικράτησης ενός υπερκράτους που θα εδρεύει στις Βρυξέλλες. Βεβαίως, επιθυμούμε μια Ευρώπη πιο ενωμένη και με μεγαλύτερη αίσθηση κοινού σκοπού. Όμως αυτό πρέπει να γίνεται με τρόπο που διαφυλάττει τις διαφορετικές παραδόσεις, τις κοινοβουλευτικές εξουσίες και τα αισθήματα εθνικής υπερηφάνειας. Επί αιώνες αυτά ήταν πάντα η πηγή της ζωτικότητας της Ευρώπης.

Δεύτερον, η Κοινότητα πρέπει να αντιμετωπίζει τα διάφορα ζητήματα με πρακτικό τρόπο. (…) Τρίτον, να έχουμε ως οδηγό κριτήρια που ενθαρρύνουν την επιχειρηματικότητα (…) Τέταρτον, η Ευρώπη δεν πρέπει να ενθαρρύνει τον [εμπορικό] προστατευτισμό. (…) Νομίζω πως δεν αρκεί να μιλούμε γενικώς και αορίστως περί ευρωπαϊκών ιδεωδών και οραμάτων. Εάν πιστεύουμε σε αυτά, πρέπει να χαράξουμε τον δρόμο και να ορίσουμε τα επόμενα βήματα.

Αυτή η προσέγγιση δεν χρειάζεται νέα κείμενα, όλα [τα κείμενα] είναι εκεί: Το Βορειατλαντικό Σύμφωνο, η συνθήκη των Βρυξελλών, όπως τροποποιήθηκε, και οι συνθήκες της Ρώμης, κείμενα που γράφτηκαν από ανθρώπους με διορατικότητα… Ας έχουμε μια Ευρώπη η οποία είναι εξωστρεφής και όχι εσωστρεφής και που συμμετέχει πλήρως στα δρώμενα του διεθνούς χώρου. Μια Ευρώπη, επίσης, που διαφυλάττει την Ατλαντική Κοινότητα, η οποία είναι η πιο ευγενής κληρονομιά μας και η μεγαλύτερή μας δύναμη»[41].

https://piotita.gr

http://dia-kosmos.blogspot.gr/


Η ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΟΥ ΣΑΡΛ ΝΤΕ ΓΚΩΛ – ΠΑΤΡΙΩΤΙΣΜΟΣ Η ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΟΥ ΣΑΡΛ ΝΤΕ ΓΚΩΛ – ΠΑΤΡΙΩΤΙΣΜΟΣ Reviewed by diaggeleas on 17.3.21 Rating: 5

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Παρακαλώ να γράφετε με Ελληνικούς χαρακτήρες και να είστε κόσμιοι στις εκφράσεις σας. Οποιοδήποτε άλλο σχόλιο με γκρικλις και ξένη γλώσσα θα διαγράφετε. Ευχαριστώ!

Από το Blogger.