«Αλλοτρίωση: Μορφές και επίπεδα»
Η ελευθερία και η αυτοεπιβεβαίωση της ανθρώπινης ύπαρξης ήταν και είναι απόρροια της ικανότητάς του να λειτουργεί ως δημιουργός και να επικοινωνεί με το περιβάλλον και τον εαυτό του.
Στα δημιουργήματά του και στην επικοινωνία ανευρίσκει τον πυρήνα της ταυτότητάς του και αισθάνεται άνθρωπος. Στις μέρες μας, όμως, ο άνθρωπος αδυνατεί να αναγνωρίσει τα δημιουργήματά του ως δικά του προϊόντα και να νιώσει το συνάνθρωπό του, τη φύση και τον ίδιο του τον εαυτό ως κάτι οικείο. Αυτή η αδυναμία συνθέτει την αλλοτρίωσή του που αισθητοποιεί τη διάσπαση της ανθρώπινης ενότητας και την απώλεια του αυτεξούσιου.
Το θέμα της αλλοτρίωσης ιστορικά εμφανίζεται με την αμφίθυμη στάση του ανθρώπου απέναντι στην «αναγκαιότητα» της κοινωνικής ζωής. Η κοινωνική ζωή αποτέλεσε (εί) πάντα μια πρόκληση και μια πρόσκληση για τον κοινωνικό άνθρωπο˙ άλλοτε προκαλεί φόβο και τον απομακρύνει από τους άλλους ανθρώπους κι άλλοτε εμπνέοντας ασφάλεια τον εντάσσει στους κόλπους της. Ο άνθρωπος έχοντας αποδεχτεί τελικά ως μια από τις αναγκαιότητες της ζωής του την κοινωνική πραγματικότητα ανέλαβε έναν αγώνα στην προσπάθειά του να ισορροπήσει ανάμεσα στην ανάγκη να υπάρχει ως «κοινωνικό όν» και ως «άτομο» με αναλλοίωτα εκείνα τα στοιχεία που κατ’ εξοχήν συνθέτουν την ατομικότητά του.
Όταν ανατρέπεται αυτή η λεπτή ισορροπία, τότε οι συνέπειες είναι καταλυτικές τόσο για το άτομο (απορρόφηση της προσωπικής ταυτότητας από την κοινωνική ταυτότητα), όσο και για την ισορροπία και ανάπτυξη του κοινωνικού σώματος. Η κοινωνική ζωή έχει από τη φύση της μία φοβερή αφομοιωτική ικανότητα – δύναμη που σπρώχνει τα άτομα σε μια ασυνείδητη ή συνειδητή προσαρμογή και πειθαρχία στις «κοινωνικές συμβάσεις», με αποτέλεσμα τη διάβρωση και αλλοίωση της ατομικότητας. Έτσι το άτομο εμφανίζεται ως ένα «ον» ετεροκίνητο, χωρίς προσωπική βούληση και σκέψη (ετερόβουλο – ετεροκίνητο).
Απόρροια όλων αυτών είναι η ατροφία του εσωτερικού κόσμου του ανθρώπου και η αδυναμία αυτού να εξωτερικεύσει και να δώσει μορφή στις δημιουργικές του δυνάμεις.
Το θέμα της αλλοτρίωσης ιστορικά εμφανίζεται με την αμφίθυμη στάση του ανθρώπου απέναντι στην «αναγκαιότητα» της κοινωνικής ζωής. Η κοινωνική ζωή αποτέλεσε (εί) πάντα μια πρόκληση και μια πρόσκληση για τον κοινωνικό άνθρωπο˙ άλλοτε προκαλεί φόβο και τον απομακρύνει από τους άλλους ανθρώπους κι άλλοτε εμπνέοντας ασφάλεια τον εντάσσει στους κόλπους της. Ο άνθρωπος έχοντας αποδεχτεί τελικά ως μια από τις αναγκαιότητες της ζωής του την κοινωνική πραγματικότητα ανέλαβε έναν αγώνα στην προσπάθειά του να ισορροπήσει ανάμεσα στην ανάγκη να υπάρχει ως «κοινωνικό όν» και ως «άτομο» με αναλλοίωτα εκείνα τα στοιχεία που κατ’ εξοχήν συνθέτουν την ατομικότητά του.
Όταν ανατρέπεται αυτή η λεπτή ισορροπία, τότε οι συνέπειες είναι καταλυτικές τόσο για το άτομο (απορρόφηση της προσωπικής ταυτότητας από την κοινωνική ταυτότητα), όσο και για την ισορροπία και ανάπτυξη του κοινωνικού σώματος. Η κοινωνική ζωή έχει από τη φύση της μία φοβερή αφομοιωτική ικανότητα – δύναμη που σπρώχνει τα άτομα σε μια ασυνείδητη ή συνειδητή προσαρμογή και πειθαρχία στις «κοινωνικές συμβάσεις», με αποτέλεσμα τη διάβρωση και αλλοίωση της ατομικότητας. Έτσι το άτομο εμφανίζεται ως ένα «ον» ετεροκίνητο, χωρίς προσωπική βούληση και σκέψη (ετερόβουλο – ετεροκίνητο).
Απόρροια όλων αυτών είναι η ατροφία του εσωτερικού κόσμου του ανθρώπου και η αδυναμία αυτού να εξωτερικεύσει και να δώσει μορφή στις δημιουργικές του δυνάμεις.
Ατονεί η δημιουργικότητά του, ενώ αντιθέτως αυξάνεται και καλλιεργείται ο μιμητισμός, η παθητικότητα και η απραξία, στοιχεία που τελικά χαρακτηρίζουν ή οδηγούν σε μια απομάκρυνση του ατόμου από τον εαυτό του.
Στο βαθμό λοιπόν που ο άνθρωπος αδυνατεί να λειτουργήσει ως δημιουργικό «ον» με δική του σκέψη και θέληση, τότε μπορούμε να μιλάμε για το φαινόμενο της ΑΛΛΟΤΡΙΩΣΗΣ.
Εξίσου, όμως, έντονη είναι η παρουσία της αλλοτρίωσης και στον εργασιακό χώρο και ιδιαίτερα σε επαγγέλματα που προαπαιτούν την απόλυτη εξειδίκευση – μηχανοποίηση («Μοντέρνοι καιροί», Τσάρλυ Τσάπλιν).
Ο άνθρωπος κατά την παραγωγική διαδικασία εκφράζεται μέσα από την εργασία κι αναπτύσσεται μια σχέση οικειότητας μεταξύ αυτού και του προϊόντος της εργασίας. Κάθε δημιούργημα εκφράζει το δημιουργό του και πάνω σ’ αυτό αντανακλάται κι αποτυπώνεται το προσωπικό του στίγμα και η ταυτότητά του. Το δημιούργημα ως αποτέλεσμα των πνευματικών, βουλητικών και ψυχοσυναισθηματικών ικανοτήτων και προσπαθειών του ανθρώπου – δημιουργού αποτελεί ένα ζωντανό κομμάτι του εαυτού του. Μεταξύ δημιουργού και δημιουργήματος αναπτύσσεται μια στενή σχέση, μια σχέση ταύτισης. Ο δημιουργός καταξιώνεται και αναγνωρίζει μέσα από το δημιούργημά του και το δημιούργημα αποκαλύπτει, αποκρυπτογραφεί και αποκωδικοποιεί την ταυτότητα του δημιουργού.
Ο δημιουργός μέσα από το δημιούργημά του εξωτερικεύει σκέψεις, ιδέες, συναισθήματα και επιθυμίες του, ενώ ταυτόχρονα το δημιούργημα ερμηνεύει και αισθητοποιεί τις αναζητήσεις, την αγωνία και τις δυνατότητες – ικανότητες του δημιουργού. Στο βαθμό λοιπόν που το δημιούργημα ήταν υπό τον έλεγχο του δημιουργού του υπήρχε μια σχέση αμφίπλευρη, διαλεκτική, μια σχέση αλλητροφοδότησης και αλληλονοηματοδότησης.
Όταν όμως ο δημιουργός έχασε τον έλεγχο των δημιουργημάτων του κι αυτά αυτονομήθηκαν απέναντι σ’ αυτόν, έχουμε τη ρήξη των σχέσεων μεταξύ δημιουργού και δημιουργήματος και τη διάσπαση της ενότητας αυτών.
Η απώλεια ελέγχου των δημιουργημάτων οδήγησε αναπόφευκτα σε μια αίσθηση απώλειας ενός ζωντανού κομματιού – τμήματος του εαυτού μας, στο βαθμό που το δημιούργημα αποτελεί ένα ζωτικό τμήμα – στοιχείο του εαυτού μας. Η διάσπαση της ενότητας μεταξύ δημιουργού και δημιουργήματος οδήγησε νομοτελειακά και στη διάσπαση της ενότητας – οντότητας του ίδιου του δημιουργού, αφού ένα κομμάτι του εαυτού του δεν το αναγνωρίζει ως κάτι δικό του και το αντιμετωπίζει ως κάτι ξένο, αλλότριο, ίσως ως και ύποπτο, εχθρικό και επικίνδυνο. Όλα τα παραπάνω οδηγούν στην απώλεια ταυτότητας και στον κατακερματισμό του προσώπου και της ύπαρξής του.
Εξίσου, όμως, έντονη είναι η παρουσία της αλλοτρίωσης και στον εργασιακό χώρο και ιδιαίτερα σε επαγγέλματα που προαπαιτούν την απόλυτη εξειδίκευση – μηχανοποίηση («Μοντέρνοι καιροί», Τσάρλυ Τσάπλιν).
Ο άνθρωπος κατά την παραγωγική διαδικασία εκφράζεται μέσα από την εργασία κι αναπτύσσεται μια σχέση οικειότητας μεταξύ αυτού και του προϊόντος της εργασίας. Κάθε δημιούργημα εκφράζει το δημιουργό του και πάνω σ’ αυτό αντανακλάται κι αποτυπώνεται το προσωπικό του στίγμα και η ταυτότητά του. Το δημιούργημα ως αποτέλεσμα των πνευματικών, βουλητικών και ψυχοσυναισθηματικών ικανοτήτων και προσπαθειών του ανθρώπου – δημιουργού αποτελεί ένα ζωντανό κομμάτι του εαυτού του. Μεταξύ δημιουργού και δημιουργήματος αναπτύσσεται μια στενή σχέση, μια σχέση ταύτισης. Ο δημιουργός καταξιώνεται και αναγνωρίζει μέσα από το δημιούργημά του και το δημιούργημα αποκαλύπτει, αποκρυπτογραφεί και αποκωδικοποιεί την ταυτότητα του δημιουργού.
Ο δημιουργός μέσα από το δημιούργημά του εξωτερικεύει σκέψεις, ιδέες, συναισθήματα και επιθυμίες του, ενώ ταυτόχρονα το δημιούργημα ερμηνεύει και αισθητοποιεί τις αναζητήσεις, την αγωνία και τις δυνατότητες – ικανότητες του δημιουργού. Στο βαθμό λοιπόν που το δημιούργημα ήταν υπό τον έλεγχο του δημιουργού του υπήρχε μια σχέση αμφίπλευρη, διαλεκτική, μια σχέση αλλητροφοδότησης και αλληλονοηματοδότησης.
Όταν όμως ο δημιουργός έχασε τον έλεγχο των δημιουργημάτων του κι αυτά αυτονομήθηκαν απέναντι σ’ αυτόν, έχουμε τη ρήξη των σχέσεων μεταξύ δημιουργού και δημιουργήματος και τη διάσπαση της ενότητας αυτών.
Η απώλεια ελέγχου των δημιουργημάτων οδήγησε αναπόφευκτα σε μια αίσθηση απώλειας ενός ζωντανού κομματιού – τμήματος του εαυτού μας, στο βαθμό που το δημιούργημα αποτελεί ένα ζωτικό τμήμα – στοιχείο του εαυτού μας. Η διάσπαση της ενότητας μεταξύ δημιουργού και δημιουργήματος οδήγησε νομοτελειακά και στη διάσπαση της ενότητας – οντότητας του ίδιου του δημιουργού, αφού ένα κομμάτι του εαυτού του δεν το αναγνωρίζει ως κάτι δικό του και το αντιμετωπίζει ως κάτι ξένο, αλλότριο, ίσως ως και ύποπτο, εχθρικό και επικίνδυνο. Όλα τα παραπάνω οδηγούν στην απώλεια ταυτότητας και στον κατακερματισμό του προσώπου και της ύπαρξής του.
Το άτομο παύει να αναγνωρίζει τον εαυτό του ως κάτι οικείο και δικό του δημιούργημα κι η ΑΛΛΟΤΡΙΩΣΗ φαντάζει και προβάλλει πλέον ως η μάστιγα της εποχής μας.
Η ακραία μορφή, ωστόσο, αλλοτρίωσης ανιχνεύεται στην αδυναμία του ανθρώπου να ισορροπήσει και να συνθέσει αρμονικά τη λογική και το συναίσθημά του.
Η παρουσία – κυριαρχία του ορθολογισμού στη ζωή του σύγχρονου ανθρώπου οδηγεί πολλές φορές στην αλλοτρίωσή του. Η τεχνοκρατική εποχή επέβαλε μια τεχνοκρατική αντίληψη της ζωής και ερμηνεία των πραγμάτων. Απόρροια του τεχνοκρατικού πνεύματος είναι ο ψυχρός υπολογισμός όλων των πτυχών της ζωής και η κυριαρχία της λογικής εις βάρος όλων των άλλων συνιστωσών της ανθρώπινης υπόστασης. Εδώ φαίνεται να δικαιώνεται μεν ο Homo Sapiens, αλλά να ακυρώνεται ο άνθρωπος.
Ο ορθός λόγος, δηλαδή, εξοστράκισε και ενοχοποίησε το συναίσθημα. Αυτό το «κομμάτι» του εαυτού μας μένει αδιερεύνητο και ανέκφραστο, γιατί ο καθένας μας και ιδιαίτερα ο πολυπράγμων άνθρωπος της εποχής μας αδυνατεί να «συνομιλήσει» μαζί του. Το συναίσθημα αντιμετωπίζεται ως ένα βασανιστικό φορτίο και «αδυναμία» του ανθρώπου. Έτσι αποφεύγουμε να επικοινωνήσουμε μαζί του, ακυρώνουμε κάθε διάθεση για «συνομιλία» και «συνύπαρξη» και σιγά σιγά το αντιμετωπίζουμε ως κάτι «ξένο» – αλλότριο, άρα και εχθρικό.
Η θέση αυτή του Εγώ απέναντι σε ένα ενοχλητικό στοιχείο της εσωτερικής μας ζωής δεν εμποδίζει μόνο την αυτογνωσία αλλά αποτελεί και τον προθάλαμο της αυτο-αλλοτρίωσης.
Η καταγραφή των διαφόρων μορφών – επιπέδων της αλλοτρίωσης συνιστά τον αναγκαίο όρο για την υπέρβασή της. Η άρση αυτής προϋποθέτει ένα συγκλονισμό της συνείδησης κι έναν υψηλό βαθμό αυτοσυνειδησίας. Μόνο έτσι το σύγχρονο άτομο θα διεκδικήσει δικαίωμα στην αυτοβουλία και στην ικανότητά του να αισθάνεται δημιουργός, να επικοινωνεί αυθεντικά με το περιβάλλον του (συνανθρώπους – φύση) και να κυριαρχεί στα δημιουργήματά του.
Ο απεγκλωβισμός από την ειδωλοποίηση των κοινωνικών στερεοτύπων και ο απογαλακτισμός από τη δύναμη των κρατούντων και της συνήθειας μπορούν να επαναφέρουν τον άνθρωπο στη θέση της πρώτιστης αξίας.
Δεν αρκεί, λοιπόν, να αλλάξει ο κόσμος για να βρούμε τον εαυτό μας, αλλά πρώτα εμείς να ξαναβρούμε την ταυτότητά μας για να αλλάξουμε τον κόσμο.
«Ψυχικά υγιές πρόσωπο είναι το παραγωγικό και μη αλλοτριωμένο πρόσωπο. Το πρόσωπο που συνδέει τον εαυτό του και τον κόσμο με αγάπη και που χρησιμοποιεί τη λογική του για να συλλάβει την πραγματικότητα αντικειμενικά. Το πρόσωπο που νοιώθει τον εαυτό του σα μια μοναδική ατομική οντότητα και που ταυτόχρονα νοιώθει ένα με τους συνανθρώπους του. Το πρόσωπο που δεν υπόκειται στην παράλογη εξουσία και αποδέχεται εθελοντικά τη λογική εξουσία της συνείδησης και της λογικής. Το πρόσωπο που βρίσκεται στο προτσές της συνεχούς γένεσης, εφόσον ζει, και που θεωρεί το δώρο της ζωής σαν το πολυτιμότερο πράγμα» (Έριχ Φρομ).
Ηλίας Γιαννακόπουλος
Η ακραία μορφή, ωστόσο, αλλοτρίωσης ανιχνεύεται στην αδυναμία του ανθρώπου να ισορροπήσει και να συνθέσει αρμονικά τη λογική και το συναίσθημά του.
Η παρουσία – κυριαρχία του ορθολογισμού στη ζωή του σύγχρονου ανθρώπου οδηγεί πολλές φορές στην αλλοτρίωσή του. Η τεχνοκρατική εποχή επέβαλε μια τεχνοκρατική αντίληψη της ζωής και ερμηνεία των πραγμάτων. Απόρροια του τεχνοκρατικού πνεύματος είναι ο ψυχρός υπολογισμός όλων των πτυχών της ζωής και η κυριαρχία της λογικής εις βάρος όλων των άλλων συνιστωσών της ανθρώπινης υπόστασης. Εδώ φαίνεται να δικαιώνεται μεν ο Homo Sapiens, αλλά να ακυρώνεται ο άνθρωπος.
Ο ορθός λόγος, δηλαδή, εξοστράκισε και ενοχοποίησε το συναίσθημα. Αυτό το «κομμάτι» του εαυτού μας μένει αδιερεύνητο και ανέκφραστο, γιατί ο καθένας μας και ιδιαίτερα ο πολυπράγμων άνθρωπος της εποχής μας αδυνατεί να «συνομιλήσει» μαζί του. Το συναίσθημα αντιμετωπίζεται ως ένα βασανιστικό φορτίο και «αδυναμία» του ανθρώπου. Έτσι αποφεύγουμε να επικοινωνήσουμε μαζί του, ακυρώνουμε κάθε διάθεση για «συνομιλία» και «συνύπαρξη» και σιγά σιγά το αντιμετωπίζουμε ως κάτι «ξένο» – αλλότριο, άρα και εχθρικό.
Η θέση αυτή του Εγώ απέναντι σε ένα ενοχλητικό στοιχείο της εσωτερικής μας ζωής δεν εμποδίζει μόνο την αυτογνωσία αλλά αποτελεί και τον προθάλαμο της αυτο-αλλοτρίωσης.
Η καταγραφή των διαφόρων μορφών – επιπέδων της αλλοτρίωσης συνιστά τον αναγκαίο όρο για την υπέρβασή της. Η άρση αυτής προϋποθέτει ένα συγκλονισμό της συνείδησης κι έναν υψηλό βαθμό αυτοσυνειδησίας. Μόνο έτσι το σύγχρονο άτομο θα διεκδικήσει δικαίωμα στην αυτοβουλία και στην ικανότητά του να αισθάνεται δημιουργός, να επικοινωνεί αυθεντικά με το περιβάλλον του (συνανθρώπους – φύση) και να κυριαρχεί στα δημιουργήματά του.
Ο απεγκλωβισμός από την ειδωλοποίηση των κοινωνικών στερεοτύπων και ο απογαλακτισμός από τη δύναμη των κρατούντων και της συνήθειας μπορούν να επαναφέρουν τον άνθρωπο στη θέση της πρώτιστης αξίας.
Δεν αρκεί, λοιπόν, να αλλάξει ο κόσμος για να βρούμε τον εαυτό μας, αλλά πρώτα εμείς να ξαναβρούμε την ταυτότητά μας για να αλλάξουμε τον κόσμο.
«Ψυχικά υγιές πρόσωπο είναι το παραγωγικό και μη αλλοτριωμένο πρόσωπο. Το πρόσωπο που συνδέει τον εαυτό του και τον κόσμο με αγάπη και που χρησιμοποιεί τη λογική του για να συλλάβει την πραγματικότητα αντικειμενικά. Το πρόσωπο που νοιώθει τον εαυτό του σα μια μοναδική ατομική οντότητα και που ταυτόχρονα νοιώθει ένα με τους συνανθρώπους του. Το πρόσωπο που δεν υπόκειται στην παράλογη εξουσία και αποδέχεται εθελοντικά τη λογική εξουσία της συνείδησης και της λογικής. Το πρόσωπο που βρίσκεται στο προτσές της συνεχούς γένεσης, εφόσον ζει, και που θεωρεί το δώρο της ζωής σαν το πολυτιμότερο πράγμα» (Έριχ Φρομ).
Ηλίας Γιαννακόπουλος
Φιλόλογος
https://www.trikalanews.gr/
«Αλλοτρίωση: Μορφές και επίπεδα»
Reviewed by diaggeleas
on
10.12.20
Rating:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Παρακαλώ να γράφετε με Ελληνικούς χαρακτήρες και να είστε κόσμιοι στις εκφράσεις σας. Οποιοδήποτε άλλο σχόλιο με γκρικλις και ξένη γλώσσα θα διαγράφετε. Ευχαριστώ!