Η φούσκα των νοτίων θαλασσών του 1720 – The south sea bubble
Η φούσκα των νοτίων θαλασσών του 1720 – The south sea bubble
Η ιστορία της Εταιρείας Νοτίων Θαλασσών (South Sea Company) αποτελεί την πρώτη περίπτωση εταιρικής απάτης μεγάλου μεγέθους στην ιστορία. Ο τρόπος με τον οποίο εξελίχθηκε η εταιρεία και κινήθηκαν τα στελέχη της κάνει τους σημερινούς «συναδέλφους» τους στην Enron και τη Lehman Brothers να μοιάζουν ερασιτέχνες.
Η εταιρεία ιδρύθηκε το 1711 από μια ομάδα επιχειρηματιών με ηγέτη τον John Blunt, με τη μορφή της ανώνυμης εισηγμένης στο χρηματιστήριο εταιρείας με βασιλικό διάταγμα. Η πρόθεση των ιδρυτών της εταιρείας ήταν να ιδρύσουν μια τράπεζα, επειδή όμως αυτό δεν ήταν εφικτό, λόγω του κανονισμού της τράπεζας της Αγγλίας κατέφυγαν στη λύση μιας εμπορικής εταιρείας, η οποία όμως στην πραγματικότητα ήταν μια βιτρίνα για τραπεζικές εργασίες.
Η εταιρεία προσέφερε έναν τρόπο χρηματοδότησης του δημοσίου χρέους, το οποίο θα προέκυπτε εξ’ αιτίας του πολέμου της ισπανικής διαδοχής, στον οποίο είχε εμπλακεί και η Αγγλία. Ο αρχικός διακανονισμός ήταν σχετικά απλός. Η εταιρεία σε συνεργασία με την κυβέρνηση κατάφεραν να πείσουν κατόχους κρατικού χρέους περίπου £10.000.000 να το ανταλλάξουν με νέες μετοχές της εταιρείας. Σε αντάλλαγμα η κυβέρνηση θα έκανε πληρωμές αξίας £576.534 ετησίως προς την εταιρεία. Αυτό αντιστοιχούσε σε ένα επιτόκιο της τάξης του 6% για το δάνειο των £10.000.000. Η κυβέρνηση ήλπιζε να χρηματοδοτήσει το επιτόκιο από δασμούς που θα επέβαλε στα προϊόντα που θα προερχόταν από τη νότιο Αμερική.
Επιπρόσθετα η κυβέρνηση παρείχε στην εταιρεία το αποκλειστικό προνόμιο εμπορίου με τις ισπανικές αποικίες της Νοτίου Αμερικής. Αυτό ανέβασε τις προσδοκίες κερδοφορίας της εταιρείας κατακόρυφα. Όλοι είχαν ακούσει για τα χρυσωρυχεία και τα αργυρωρυχεία του Περού και του Μεξικό, τα οποία θεωρούνταν ανεξάντλητα. Υπήρχε η προσδοκία ότι αν τα βρετανικά βιομηχανικά προϊόντα έφταναν στις ακτές της Νοτίου Αμερικής, οι ντόπιοι θα συνωστίζονταν για να αποκτήσουν μάλλινα προϊόντα πληρώνοντας εκατοντάδες φορές το βάρος τους σε χρυσάφι. Διαδιδόταν η φήμη ότι η Ισπανία θα έδινε στην Αγγλία ελεύθερη πρόσβαση στα λιμάνια του Περού και της Χιλής σε αντάλλαγμα ένα μερίδιο από τα κέρδη του εμπορίου στο νότιο Ατλαντικό.
Η πραγματικότητα όμως ήταν ότι η νότιος Αμερική δεν ήταν βρετανική αποικία. Ήταν ισπανική. Κατά την ίδρυση της εταιρείας δεν ήταν εξασφαλισμένο ότι η ισπανική κυβέρνηση θα έδινε το δικαίωμα σε αγγλικά πλοία να προσεγγίσουν τα λιμάνια της. Ο ίδιος ο Φίλιππος ο Ε’ της Ισπανίας δεν είχε καμία πρόθεση να δώσει ελεύθερα εμπορικά δικαιώματα σε βρετανικά πλοία για τη Ν. Αμερική. Κάποιες διαπραγματεύσεις έλαβαν χώρα και με τη συνθήκη της Ουτρέχτης του 1713 δόθηκε στη Βρετανία το δικαίωμα να προμηθεύει τις ισπανικές αποικίες με σκλάβους για 30 έτη και το δικαίωμα αποστολής ενός πλοίου ετησίως, περιορισμένης χωρητικότητας και αξίας φορτίου στο Μεξικό, το Περού ή τη Χιλή. Ακόμα και τότε όμως ο Φίλιππος θα μπορούσε να φορολογήσει το φορτίο με 5% και να οικειοποιηθεί ένα επιπρόσθετο 25% των κερδών. Το πρώτο πλοίο σάλπαρε το 1717 και το εμπόριο σκλάβων επιβαρυνόταν με τόσο μεγάλους δασμούς που δεν μπορούσε να καταστεί κερδοφόρο.
Παρά τις δυσχέρειες, η εταιρεία ανέλαβε ένα επί πλέον ποσό £2.000.000 από το κρατικό χρέος το 1717. Η λογική της βρετανικής κυβέρνησης εκείνη την εποχή ήταν να πετύχει μικρότερο επιτόκιο. Το 1719 η εταιρεία πρότεινε την ανάληψη από μέρους της του μισού συνολικού χρέους της βρετανικής κυβέρνησης, ύψους £30.981.712, πάλι με την έκδοση νέων μετοχών και την υπόσχεση προς την κυβέρνηση ότι το επιτόκιο θα μειωνόταν στο 5% μέχρι το 1727 και στο 4% κατά τα υπόλοιπα έτη.
Έως εκείνη την εποχή το κρατικό χρέος της μεγάλης Βρετανίας ήταν δομημένο ως εξής:
- £3.400.000 στην Τράπεζα της Αγγλίας
- £3.200.000 στην Εταιρεία Ανατολικών Ινδιών
- £11.700.000 στην Εταιρεία Νοτίων Θαλασσών
- £16.500.000 σε άμεσα εξαγοράσιμες υποχρεώσεις σε ιδιώτες
- £15.000.000 σε μη άμεσα εξαγοράσιμες υποχρεώσεις σε ιδιώτες (τύπου ομολόγων) με περίοδο ωρίμανσης από 22 έως 87 έτη.
Η τράπεζα της Αγγλίας πρότεινε ένα ανταγωνιστικό σχέδιο, το οποίο όμως δεν προχώρησε. Εκτιμήσεις της εποχής κάνουν λόγο για διανομή £1.300.000 σε παράπλευρες πληρωμές για να εξασφαλίσουν την επικράτηση της εταιρείας έναντι της τράπεζας της Αγγλίας. Το νομοσχέδιο πέρασε στις 07 Απριλίου 1720.
Εν τω μεταξύ διάφορα “παπαγαλάκια” της εποχής διέδιδαν ότι οι Ισπανοί θα αντάλλασσαν το Γιβραλτάρ και το Port Mahon με κάποιες τοποθεσίες στο Περού για τη διευκόλυνση του εμπορίου, επιπρόσθετα θα δινόταν δικαίωμα στην εταιρεία να ναυπηγήσει και να μισθώσει όσα πλοία για τη Ν. Αμερική ήθελε χωρίς να πληρώνει φόρο στο βασιλιά της Ισπανίας. Η ζήτηση για μετοχές της εταιρείας εκτοξεύθηκε στα ύψη. Η πλειοψηφία του πολιτικού κόσμου της Αγγλίας επένδυε στην εταιρεία δίνοντας μεγαλύτερη αίγλη στο όλο εγχείρημα. Ακόμα και ο Νεύτωνας, ο οποίος είχε πουλήσει τις μετοχές του προβλέποντας την οικονομική καταστροφή της εταιρείας, ξανά αγόρασε βλέποντας τις συνεχείς ανατιμήσεις της αξίας της. Στο τέλος σύμφωνα με μαρτυρία της ανιψιάς του έχασε £20.000 (περίπου £3.000.000 σε σημερινές τιμές)
Μια επίσης έξυπνη τακτική της εταιρείας ήταν να δίνει τη δυνατότητα σε πολιτικούς να αποκτούν μετοχές της σε αγοραία αξία με πίστωση, έτσι ώστε να έχουν συμφέρον να προβούν σε ενέργειες που θα αύξαναν την αξία της μετοχής για να μπορέσουν να τις πουλήσουν, να ξεπληρώσουν το δάνειο και να αποκομίσουν και όφελος.
Στις 12 Απριλίου η εταιρεία προέβηκε σε νέα αύξηση μετοχικού κεφαλαίου. Εκδόθηκαν 1.000.000 μετοχές ονομαστικής τιμής £100 έκαστη, οι οποίες όμως πουλήθηκαν προς £300. Η τιμή της μετοχής ακολούθησε την εξής πορεία £128 τον Ιανουάριο, £175 το Φεβρουάριο, £330 το Μάρτιο, £550 το Μάιο. Τον Ιούνιο για να αποτραπεί η δημιουργία φούσκας στο χρηματιστήριο προωθήθηκε νόμος που απαγόρευε μετοχές εταιρειών που δεν είχαν αναγνωριστεί με βασιλικό διάταγμα, ή από τη βουλή, να διαπραγματεύονται στο χρηματιστήριο. Αυτό έδωσε νέα ώθηση στη μετοχή της εταιρείας νοτίων θαλασσών. Τον Ιούνιο έφτασε τις £890, τον Αύγουστο τις £1.000. Η ονομαστική τιμή της μετοχής εξακολουθούσε να είναι £100 και σε αυτό το ποσό αντιστοιχούσε το κρατικό χρέος που αγοραζόταν και απέδιδε τόκο. Η απόδοση λοιπόν ήταν 0,6%. Οι προσδοκίες όμως της εκμετάλλευσης του πιο επικερδούς, όπως τουλάχιστον διατείνονταν τα στελέχη της εταιρείας, μονοπωλίου του πλανήτη είχαν χτυπήσει το ταβάνι.
Το καλοκαίρι του 1720 όμως τα στελέχη της εταιρείας συνειδητοποίησαν ότι η εταιρεία δεν είχε τόσο μεγάλες προοπτικές που να δικαιολογούν την τιμή της μετοχής και άρχισαν σιγά σιγά να πουλάνε τις μετοχές τους, ελπίζοντας ότι το νέο δε θα διαδιδόταν. Τελικά όμως τα κακά νέα διέρρευσαν και η μετοχή κατέρρευσε. Χιλιάδες επενδυτές οι οποίοι είχαν δανειστεί ή είχαν πουλήσει τις περιουσίες τους καταστράφηκαν, πολλοί από αυτούς ήταν μέλη της αριστοκρατίας της εποχής.
Τι δημιούργησε όμως τις προϋποθέσεις για τη δημιουργία αυτής της φούσκας;
Τον 18ο αιώνα η βρετανική αυτοκρατορία ήταν η υπερδύναμη της εποχής. Ήταν μια εποχή πλούτου και αφθονίας για τους Βρετανούς. Ο πλούτος που προερχόταν από το εμπόριο με τις αποικίες έπρεπε κάπου να επενδυθεί. Οι επιλογές επένδυσης ήταν πολύ περιορισμένες εκείνη την εποχή. Η πιο επιτυχημένη εταιρεία της εποχής, η Εταιρεία Ανατολικών Ινδιών απέδιδε σημαντικά μερίσματα στους 499 μετόχους τους οι οποίοι μεταβίβαζαν εύκολα τις μετοχές τους. Λίγες πετυχημένες εταιρείες ήταν εισηγμένες στο χρηματιστήριο. Η Εταιρεία των νοτίων Θαλασσών έδωσε τη δυνατότητα σε ένα ευρύ τμήμα της βρετανικής άρχουσας τάξης να επενδύσει τα διαθέσιμά της. Οι επενδυτές δεν ήθελαν να δουν τα σημάδια της φούσκας που δημιουργούνταν και μοιραία έφτασε η κατάρρευση.
Η μεγάλη ζήτηση για επενδύσεις δημιούργησε και άλλες φούσκες εκείνη την εποχή. Εταιρείες ιδρύονταν από το πουθενά υποσχόμενες από την ανάκτηση της λιακάδας από τα λαχανικά μέχρι το χτίσιμο αιωρούμενων κατοικιών για την αύξηση του εδάφους της Βρετανίας. Όλες πουλούσαν σαν τρελές για ένα μικρό χρονικό διάστημα η κάθε μία, το οποίο κυμαινόταν από μερικές μέρες ως μερικές βδομάδες. Η Εταιρεία Νοτίων θαλασσών ήταν η μεγαλύτερη φούσκα από όλες. Μετά την κατάρρευση της μετοχής η εταιρεία συνέχισε τη λειτουργία της μέχρι το 1838 κυρίως λόγω της ισχύος του βρετανικού κράτους που έσπευσε να στηρίξει το τραπεζικό σύστημα της εποχής.
Η μεγάλη ζήτηση για επενδύσεις δημιούργησε και άλλες φούσκες εκείνη την εποχή. Εταιρείες ιδρύονταν από το πουθενά υποσχόμενες από την ανάκτηση της λιακάδας από τα λαχανικά μέχρι το χτίσιμο αιωρούμενων κατοικιών για την αύξηση του εδάφους της Βρετανίας. Όλες πουλούσαν σαν τρελές για ένα μικρό χρονικό διάστημα η κάθε μία, το οποίο κυμαινόταν από μερικές μέρες ως μερικές βδομάδες. Η Εταιρεία Νοτίων θαλασσών ήταν η μεγαλύτερη φούσκα από όλες. Μετά την κατάρρευση της μετοχής η εταιρεία συνέχισε τη λειτουργία της μέχρι το 1838 κυρίως λόγω της ισχύος του βρετανικού κράτους που έσπευσε να στηρίξει το τραπεζικό σύστημα της εποχής.
Η φούσκα των νοτίων θαλασσών του 1720 – The south sea bubble
Reviewed by diaggeleas
on
12.4.21
Rating:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Παρακαλώ να γράφετε με Ελληνικούς χαρακτήρες και να είστε κόσμιοι στις εκφράσεις σας. Οποιοδήποτε άλλο σχόλιο με γκρικλις και ξένη γλώσσα θα διαγράφετε. Ευχαριστώ!