ΑΝΑΛΥΣΗ: Το μέλλον του ισλαμικού καθεστώτος στο Ιράν
Ο Εμπραχίμ Ραϊσί εξελέγη Πρόεδρος του Ιράν |
Το διακύβευμα των εκλογών της 18ης Ιουνίου για την συντηρητική θεοκρατία και την θέση του Ιράν στον κόσμο
Μιχάλης Σαρλής
Τέσσερις δεκαετίες μετά την επανάσταση και την εδραίωση του ισλαμικού καθεστώτος, το Ιράν εισέρχεται σε ένα νέο μεταίχμιο. Πίσω από τις προεδρικές εκλογές αυτού του Ιουνίου και τις διαπραγματεύσεις με την Αμερική, αναδύεται όλο και περισσότερο το αίνιγμα που αφορά το μέλλον του ισλαμικού καθεστώτος. Πριν ακριβώς από σαράντα χρόνια, κατά τους θερινούς μήνες του 1981, στην Τεχεράνη είχε εξελιχθεί μια εσωτερική σύγκρουση για την ιδεολογική και πολιτική φυσιογνωμία που θα αποκτούσε το νέο καθεστώς και η οποία καθόρισε το πεδίο για τις αντίθετες οπτικές που υπήρχαν και εξακολουθούν να υπάρχουν στο Ιράν.
Στο επίκεντρο εκείνης της σύγκρουσης βρισκόταν τότε ο Αγιατολάχ Ρουχολάχ Χομεϊνί, η κυρίαρχη θρησκευτική και πολιτική παρουσία της επανάστασης. Ο Χομεϊνί, η δύναμη του οποίου πήγαζε απευθείας από τον ρόλο που ο ίδιος είχε αναλάβει από την δεκαετία του 1960 απέναντι στον Σάχη, ρόλο στον οποίο είχε εμβαθύνει έως το ξέσπασμα της επανάστασης το 1979, ήταν ο άξονας γύρω από τον οποίον κινούταν το νέο Ιράν και εκείνος που θα καθόριζε την πορεία που θα έπαιρνε η Ισλαμική Δημοκρατία. Έως το 1981, ο Χομεϊνί έβλεπε από σχετική απόσταση τις πολιτικές συγκρούσεις που εξελίσσονταν ανάμεσα στις διαφορετικές δυνάμεις που είχαν αποτελέσει το αντικαθεστωτικό μέτωπο κατά του Σάχη. Αυτή η στάση ήταν αποτέλεσμα της θέλησης του Χομεϊνί να διατηρήσει ανέπαφο τον εποπτικό του ρόλο, αλλά και να παραμείνει πολιτικά άφθαρτος. Όλα αυτά άλλαξαν πολύ σύντομα.
Η πρώτη σημαντική ένδειξη πως ο Χομεϊνί είχε μια καθαρή πολιτική οπτική για το νέο Ιράν είχε γίνει ορατή ήδη από το 1979, με την παραίτηση του πρώτου πρωθυπουργού μετά την επανάσταση, του μετριοπαθούς Μέχντι Μπαζαργκάν. Στις προτάσεις του Μπαζαργκάν για την ονομασία και το σύνταγμα του νέου κράτους, ο Χομεϊνί είχε εντοπίσει Δυτικές επιρροές και αυτό ήταν, για τον Ιμάμη, απαράδεκτο [1]. Η κατάληψη της αμερικανικής πρεσβείας από φοιτητές στην Τεχεράνη τον Νοέμβριο του 1979 διεύρυνε το ρήγμα ανάμεσα στον Χομεϊνί και τους μετριοπαθείς, ενώ ο πόλεμος με το Ιράκ (Σεπτέμβριος 1980) επιτάχυνε τις εξελίξεις. Η πολιτική σύγκρουση στο εσωτερικό του νέου καθεστώτος κορυφώθηκε κατά τους θερινούς μήνες του 1981. Ο πρόεδρος, Αμπουλχασάν Μπάνι-Σάντρ, ο οποίος ανήκε επίσης στη μετριοπαθή πτέρυγα του ισλαμικού πολιτικού φάσματος, είχε εδώ και χρόνια στενή σχέση με τον Χομεϊνί. Όμως η πολιτική του άνοδος έφερε στην επιφάνεια τις ιδεολογικές διαφορές που υπήρχαν με τον Χομεϊνί και τους συντηρητικούς και ο Μπάνι-Σάντρ διέφυγε από το Ιράν τον Ιούνιο του 1981. Η απομάκρυνση του Ιρανού προέδρου προκάλεσε εκτεταμένες ταραχές, ενώ την ίδια περίοδο το καθεστώς βρέθηκε στο στόχαστρο εσωτερικών δυνάμεων που αντιδρούσαν στην πορεία που κινείτο το Ιράν, πρώτα με μια μεγάλη βομβιστική επίθεση στα γραφεία του Ισλαμικού Επαναστατικού Κόμματος και ύστερα με επιθέσεις κατά κορυφαίων συνεργατών του Χομεϊνί, μεταξύ των οποίων και ο διάδοχός του και σημερινός Ανώτατος Ηγέτης, Αλί Χαμενεΐ, ο οποίος τραυματίστηκε σοβαρά στο δεξί του χέρι.
Το καλοκαίρι του 1981 το Ιράν βρισκόταν σε μια πορεία εσωτερικής έντασης, αλλά και σημαντικών εξωτερικών προκλήσεων, με κορυφαία ασφαλώς την πολεμική σύγκρουση με το Ιράκ του Σαντάμ Χουσεΐν, αλλά και τις εχθρικές σχέσεις με την Αμερική. Ακριβώς σαράντα χρόνια μετά από τις πολιτικές εξελίξεις του 1981, το Ιράν βρίσκεται και πάλι σε μια κομβική πολιτική στιγμή. Οι προεδρικές εκλογές της 18ης Ιουνίου, η διαπραγμάτευση με την Ουάσιγκτον για το ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα, το βαλλιστικό πρόγραμμα του Ιράν και η βαθιά επιρροή της Τεχεράνης σε Βαγδάτη, Δαμασκό και Βηρυτό, συγκροτούν ένα πλέγμα καθοριστικών ζητημάτων τα οποία, εκ των πραγμάτων, είναι αλληλένδετα.
Η επιδίωξη των συντηρητικών να διασφαλίσουν τη μελλοντική διαδοχή του 82χρονου Ανώτατου Ηγέτη, Αλί Χαμενεΐ, καθώς και ο αναβαθμισμένος ρόλος των Φρουρών της Επανάστασης, καθορίζουν αυτήν την εκλογική αναμέτρηση. Όλες οι αποφάσεις του Συμβουλίου των Φυλάκων που κρίνει τις υποψηφιότητες, κυρίως η απαγόρευση υποψηφιοτήτων της πλευράς των μετριοπαθών, δείχνουν την πρόθεση για τη διασφάλιση της εκλογικής νίκης από τον εκλεκτό του ισλαμικού καθεστώτος, τον συντηρητικό Ιμπραχίμ Ραϊσί [2]. Είναι επίσης σαφές πως το προεκλογικό κλίμα των προεδρικών εκλογών στο Ιράν έχει επηρεάσει την ιρανική οπτική για την πυρηνική συμφωνία. Υπό αυτό το πρίσμα, το καλοκαίρι του 2021, το Ιράν βρίσκεται ενώπιον σημαντικών εσωτερικών και εξωτερικών προκλήσεων.
Ένα διπλό ιστορικό νήμα διαπερνά αυτές τις τέσσερις δεκαετίες, δύο θεμελιώδη ζητήματα που έχουν καθορίσει την σύγχρονη πορεία της χώρας: η εσωτερική διαμάχη για την φυσιογνωμία της Ισλαμικής Δημοκρατίας και η θέση του Ιράν στη Μέση Ανατολή. Τότε, τους θερινούς μήνες του 1981, η πολιτική κρίση στην Τεχεράνη ήταν μια από τις πρώτες εκφάνσεις της διαμάχης ανάμεσα στους υποστηρικτές των ιδεών του Χομεϊνί και το ευρύτερο μετριοπαθές ισλαμικό μέτωπο. Όμως, εκείνη η πολιτική κρίση ήταν, ταυτοχρόνως, μέρος της πορείας του χομεϊνισμού προς την απόλυτη εξουσία και την έμπρακτη εφαρμογή των ιδεών του Χομεϊνί στο πεδίο της διακυβέρνησης. Οι ρίζες αυτής της σύγκρουσης βρίσκονταν στην προσπάθεια του Χομεϊνί να διευρύνει την κοινωνική και πολιτική αποδοχή του, χωρίς όμως να υποχωρήσει στο ιδεολογικό πεδίο. Αυτή η στρατηγική, μέρος της οποίας ήταν η εκλογή μετριοπαθών στελεχών σε ανώτατες πολιτικές θέσεις, έφθασε στο τέλος της εκείνους τους θερινούς μήνες του 1981, όταν ο Αγιατολάχ Χομεϊνί έκρινε πως πλέον είχε φθάσει η στιγμή της πλήρους εφαρμογής μιας «εξουσίας των νομοδιδασκάλων» (velayat-e faqih), του νέου δόγματος που ο ίδιος είχε διαμορφώσει και το οποίο προέβλεπε την άσκηση της θρησκευτικής και της πολιτικής εξουσίας από το ίδιο πρόσωπο.
ΤΟ ΙΡΑΝ, ΤΑ ΑΡΑΒΙΚΑ ΚΡΑΤΗ, ΚΑΙ Η ΑΜΕΡΙΚΗ
Για τα περισσότερα αραβικά κράτη, η άνοδος στην Τεχεράνη του Iμάμη Χομεϊνί ο οποίος έφερνε μαζί του μια νέα επαναστατική έκφανση του σιιτικού Ισλάμ αντιμετωπίστηκε από την αρχή με έντονη ανησυχία. Στον πυρήνα της επαναστατικής ιδεολογίας του Χομεϊνί υπήρχαν ορισμένες ιδέες που διαμόρφωναν την πολιτική οπτική και ρητορική του: η αντίθεση προς τον θεσμό της μοναρχίας, η αποδοχή της εξουσίας των νομοδιδασκάλων και η προστασία του Ισλάμ από ξένες επιρροές και κυρίως από την πολιτική της Δύσης [3]. Έως το 1979, ο Χομεϊνί είχε στραμμένη την προσοχή του προς τον Σάχη, επικρίνοντας με σφοδρότητα τον κοσμικό χαρακτήρα της ιρανικής μοναρχίας, τον εκδυτικισμό που προωθούσε ο Ιρανός μονάρχης και τις στενές σχέσεις του με την αμερικανική πολιτική.
Όμως μετά την επανάσταση, το βλέμμα του Χομεϊνί στράφηκε προς τα αραβικά κράτη, κυρίως προς τις συντηρητικές μοναρχίες του Κόλπου, αλλά και προς το Ιράκ, όπου το μπααθικό καθεστώς της Βαγδάτης καταπίεζε για δεκαετίες τους Ιρακινούς σιίτες. Το δόγμα του Χομεϊνί ερχόταν σε αντίθεση με την φιλοδυτική πολιτική της κληρονομικής μοναρχίας των Σαούντ. Ταυτοχρόνως, οι ιδέες του Χομεϊνί έστεκαν απέναντι στο σουνιτικό δόγμα, το οποίο εφαρμόζει τον διαχωρισμό της πολιτικής διακυβέρνησης από την θρησκευτική εξουσία. Συνεπώς, η ιδεολογική επανάσταση του σιιτικού Ισλάμ του Χομεϊνί, σε συνδυασμό με την επιτυχημένη κατάληψη της εξουσίας από τους σιίτες κληρικούς, αποτελούσαν μια συνολική αμφισβήτηση –πολιτική και ιδεολογική- του σουνιτικού στάτους κβο σε όλη τη Μέση Ανατολή.
Αυτή η συνολική αμφισβήτηση έγινε ακόμη πιο έντονη μετά το πρώτο έτος της επανάστασης, όταν άρχισε να διαφαίνεται πως η εξωτερική πολιτική του νέου Ιράν αποκτούσε μια βαθύνουσα ισλαμική διάσταση. Το καθεστώς του Χομεϊνί μετέτρεψε το σιιτικό Ισλάμ σε αιχμή της ιρανικής εξωτερικής πολιτικής και άλλαξε απότομα την γεωπολιτική πραγματικότητα της Μέσης Ανατολής. Με σημείο αναφοράς την Τεχεράνη και με όχημα το επαναστατικό σιιτικό δόγμα του Χομεϊνί, τα όρια της επιρροής του νέου Ιράν δεν περιορίζονταν πλέον έως τις απέναντι ακτές του Περσικού Κόλπου. Το επαναστατικό κάλεσμα της Τεχεράνης ωθούσε σε κινητοποίηση όλες τις περιθωριοποιημένες σιιτικές κοινότητες από το Ιράκ έως τον Λίβανο και εξέπεμπε το μήνυμα πως η σιιτική πολιτική αφύπνιση και η κατάληψη της εξουσίας μπορούσαν να γίνουν πραγματικότητα.
Τα μηνύματα πολιτικής αφύπνισης του Χομεϊνί προς τις σιιτικές κοινότητες των αραβικών κρατών, που συχνά συνοδεύονταν από το κάλεσμα για ανατροπή των σουνιτικών μοναρχιών και κοσμικών καθεστώτων, προκάλεσαν μεγάλη αναταραχή σε σχεδόν όλα τα αραβικά κράτη, περισσότερο όμως στο Ιράκ και την Σαουδική Αραβία. Η δικτατορία του Σαντάμ Χουσεΐν στο Ιράκ, ένα μειονοτικό καθεστώς σουνιτικών καταβολών σε μια χώρα με σιιτική πλειονότητα, αντιμετώπιζε με μεγάλη καχυποψία το νέο καθεστώς στην Τεχεράνη. Ταυτοχρόνως, ο πρόεδρος του Ιράκ πίστευε πως το νέο ιρανικό καθεστώς ήταν ακόμη ευάλωτο μετά την επανάσταση και πως η στιγμή ήταν κατάλληλη για να επιφέρει ένα καθοριστικό πλήγμα στην Τεχεράνη και να αλλάξει οριστικά την ισορροπία δυνάμεων με το Ιράν. Αυτή η επιδίωξη της Βαγδάτης συνέκλινε με την επιθυμία του Ριάντ να αναχαιτίσει την επαναστατική ορμή της Τεχεράνης και το αποτέλεσμα ήταν η στρατιωτική επίθεση του Ιράκ στο Ιράν, τον Σεπτέμβριο του 1980, και η έναρξη ενός πολέμου που θα διαρκούσε οκτώ χρόνια.
Ο πόλεμος ανάμεσα στο Ιράκ και το Ιράν θα είχε καταλυτική επίδραση στην αναδιαμόρφωση των περιφερειακών συμμαχιών της Μέσης Ανατολής. Το Ιράκ του Σαντάμ Χουσεΐν αποτελούσε πλέον τον κοινό εχθρό –στρατιωτικό για τον Χομεϊνί και ιδεολογικό για τον Άσαντ- που θα έφερνε κοντά το Ιράν με την Συρία.
Ο αλαουίτης πρόεδρος της Συρίας, Χάφεζ αλ Άσαντ, είχε διακρίνει στην άλλη πλευρά της Μέσης Ανατολής έναν νέο σύμμαχο στην προσπάθεια του να βρει διέξοδο από το ασφυκτικό γεωπολιτικό περιβάλλον στο οποίο βρισκόταν η Συρία μετά το Καμπ Ντέιβιντ και την προσέγγιση της Αιγύπτου με το Ισραήλ.
Την ίδια ανάγκη για απεγκλωβισμό είχε και ο Χομεϊνί, καθώς ο πόλεμος με το Ιράκ και η στήριξη της Σαουδικής Αραβίας και άλλων αραβικών κρατών στην Βαγδάτη είχε εγκλωβίσει το Ιράν στον Περσικό Κόλπο.
Η συμμαχία ανάμεσα στην Δαμασκό και την Τεχεράνη, η πλέον μακρόχρονη και ανθεκτική στη Μέση Ανατολή, χαλυβδώθηκε στην Βηρυτό, μετά την ισραηλινή εισβολή στον Λίβανο τον Ιούνιο του 1982. Η ριζοσπαστικοποίηση της σιιτικής κοινότητας του Λιβάνου είχε κάνει το έδαφος πρόσφορο για το Ιράν. Με την συνεργασία του καθεστώτος Άσαντ, η Τεχεράνη έστειλε τους Φρουρούς της Επανάστασης στην κοιλάδα Μπεκάα του Λιβάνου, όπου τον Αύγουστο του 1982 άρχισε να συγκροτείται η Χεζμπολά. Η δυνατότητα του Ιράν να αποκτήσει επιρροή έως τη Μεσόγειο, μέσω της ριζοσπαστικοποίησης των σιιτών του Λιβάνου, άνοιξε μια νέα διάσταση στην πολιτική του Χομεϊνί στη Μέση Ανατολή.
Στο στόχαστρο των Λιβανέζων σιιτών και του Ιράν βρέθηκαν αρχικά οι ισραηλινές δυνάμεις στον Λίβανο και ύστερα η Αμερική. Ο Χομεϊνί είχε επιτεθεί για πρώτη φορά με σφοδρότητα εναντίον της Αμερικής το 1964 από την ιερή πόλη της Κομ όπου δίδασκε, τότε με αφορμή τον νέο νόμο του ιρανικού κοινοβουλίου για την ασυλία του αμερικανικού στρατιωτικού και διπλωματικού προσωπικού που βρισκόταν στην χώρα. Η ραγδαία επιδείνωση των σχέσεων ανάμεσα στην Ουάσιγκτον και το νέο καθεστώς της Τεχεράνης είχε ήδη ξεκινήσει από τον Νοέμβριο του 1979, όταν ομάδες φοιτητές κατέλαβαν την αμερικανική πρεσβεία στην Τεχεράνη και πήραν όμηρους δεκάδες Αμερικανούς διπλωμάτες. Καθ’ όλη την διάρκεια της δεκαετίας του 1980, η σύγκρουση ανάμεσα στο Ιράν και την Αμερική θα εκτεινόταν από τον Λίβανο και τις φονικές βομβιστικές επιθέσεις των Λιβανέζων σιιτών εναντίον της αμερικανικής πρεσβείας και των Αμερικανών πεζοναυτών στην Βηρυτό έως τον Περσικό Κόλπο και τις συγκρούσεις των ναυτικών δυνάμεων των δύο χωρών.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΗ ΕΙΣΒΟΛΗ ΣΤΟ ΙΡΑΚ ΣΤΟΝ ΕΜΦΥΛΙΟ ΤΗΣ ΣΥΡΙΑΣ
Μέσα στις επόμενες δύο δεκαετίες, οι αμερικανικές δυνάμεις αναπτύχθηκαν ξανά στην περιοχή του Περσικού Κόλπου. Όπως το 1990, στο στόχαστρο βρισκόταν αυτή τη φορά το καθεστώς του Σαντάμ Χουσεΐν στο Ιράκ και όχι το ισλαμικό καθεστώς στο Ιράν, και το 2003 το αμερικανικό σχέδιο προέβλεπε ένα οριστικό πλήγμα στον ιρακινό δικτάτορα. Τον Απρίλιο του 2003 οι αμερικανικές μονάδες μπήκαν στην πρωτεύουσα του Ιράκ και έθεσαν τέλος σε τέσσερις δεκαετίες μπααθικής δικτατορίας, αλλά και σουνιτικής κυριαρχίας. Η στιγμή ήταν ιστορική και δραματική. Όπως δραματικές και μακροχρόνιες θα ήταν και οι συνέπειες, όχι μόνο για το Ιράκ, αλλά για ολόκληρη τη Μέση Ανατολή.
Η αρχή έγινε από το ίδιο το Ιράκ, το οποίο σχεδόν αμέσως μετά την αμερικανική εισβολή βυθίστηκε σε έναν σεχταριστικό εμφύλιο πόλεμο ανάμεσα στην έως τότε κυρίαρχη σουνιτική μειονότητα και την διαρκώς καταπιεσμένη σιιτική πλειονότητα. Μέσα από το χάος του εμφυλίου και την έξαρση των ισλαμικών ριζοσπαστισμών, το Ιράν άρχισε να αναδεικνύεται, αργά αλλά σταθερά, σε ρυθμιστή των εξελίξεων στο εσωτερικό του Ιράκ. Έως το 2010 και με βασικό όπλο τις ιρακινές σιιτικές πολιτοφυλακές, το Ιράν θα ασκούσε τη μεγαλύτερη επιρροή στο Ιράκ από οποιαδήποτε άλλη ξένη δύναμη. Για πρώτη φορά στην σύγχρονη ιστορία του, το Ιράν ήταν η κυρίαρχη δύναμη στο Ιράκ και η αραβική ενδοχώρα της Μέσης Ανατολής ήταν πια ανοιχτή στην ιρανική επιρροή.
Αυτή η εξέλιξη άλλαζε και πάλι τις περιφερειακές ισορροπίες, καθώς για δεύτερη φορά μετά το 1979 το σιιτικό καθεστώς της Τεχεράνης αμφισβητούσε το σουνιτικό στάτους κβο της Μέσης Ανατολής. Αυτή την φορά, η ιρανική αμφισβήτηση της σουνιτικής περιφερειακής κυριαρχίας, άμεσο αποτέλεσμα του αμερικανικού τυχοδιωκτισμού στο Ιράκ, δεν ήταν τόσο ιδεολογικής φύσεως αλλά κυρίως στρατηγική, καθώς η ιρανική παρουσία και επιρροή με αιχμή τους Φρουρούς της Επανάστασης εδραιωνόταν από την Βαγδάτη έως την Βηρυτό. Αυτή η στρατηγική ανατροπή ενεργοποίησε εκ νέου τα αντανακλαστικά της σαουδαραβικής μοναρχίας και μετέτρεψε ολόκληρη την περιοχή της ιστορικής Λεβαντίνης, από τον Λίβανο έως το Ιράκ, σε ένα ενιαίο πεδίο σκιώδους περιφερειακής αναμέτρησης ανάμεσα στην Σαουδική Αραβία και το Ιράν.
Ο επόμενος εμφύλιος πόλεμος στην αραβική ενδοχώρα, εκείνος που ξεκίνησε το 2011 στην Συρία, θα αποτελούσε μια συνέχεια της ιρανικής παρουσίας στη Μέση Ανατολή, αλλά και μια επέκταση της περιφερειακής σύγκρουσης της Τεχεράνης με το Ριάντ. Ο πόλεμος για την Συρία, που απείλησε με ανατροπή τον ιστορικό σύμμαχο της Τεχεράνης στην Δαμασκό, τους Άσαντ, κρίθηκε, εν μέρει, από την δυνατότητα της Τεχεράνης να κινητοποιήσει την Χεζμπολά από τον Λίβανο και τις σιιτικές πολιτοφυλακές από το Ιράκ, το Πακιστάν και το Αφγανιστάν και να τις φέρει στα πεδία των μαχών της Συρίας [4], αλλά και από την καθοριστική ευθυγράμμιση της μεσανατολικής πολιτικής της Μόσχας με εκείνην της Τεχεράνης. Το ρήγμα που προσπάθησαν να επιφέρουν οι σουνιτικές δυνάμεις της περιοχής στην Συρία είχε αποτύχει, με τρομακτικό κόστος για τον συριακό πληθυσμό και τις ιστορικές πόλεις της Συρίας.
Η διατήρηση του καθεστώτος των Άσαντ στην Δαμασκό σήμαινε, ταυτοχρόνως, και την εμβάθυνση της επιρροής του Ιράν από τον Περσικό Κόλπο έως τη Μεσόγειο Θάλασσα.
Η συμμαχία ανάμεσα στην Δαμασκό και την Τεχεράνη, η πλέον μακρόχρονη και ανθεκτική στη Μέση Ανατολή, χαλυβδώθηκε στην Βηρυτό, μετά την ισραηλινή εισβολή στον Λίβανο τον Ιούνιο του 1982. Η ριζοσπαστικοποίηση της σιιτικής κοινότητας του Λιβάνου είχε κάνει το έδαφος πρόσφορο για το Ιράν. Με την συνεργασία του καθεστώτος Άσαντ, η Τεχεράνη έστειλε τους Φρουρούς της Επανάστασης στην κοιλάδα Μπεκάα του Λιβάνου, όπου τον Αύγουστο του 1982 άρχισε να συγκροτείται η Χεζμπολά. Η δυνατότητα του Ιράν να αποκτήσει επιρροή έως τη Μεσόγειο, μέσω της ριζοσπαστικοποίησης των σιιτών του Λιβάνου, άνοιξε μια νέα διάσταση στην πολιτική του Χομεϊνί στη Μέση Ανατολή.
Στο στόχαστρο των Λιβανέζων σιιτών και του Ιράν βρέθηκαν αρχικά οι ισραηλινές δυνάμεις στον Λίβανο και ύστερα η Αμερική. Ο Χομεϊνί είχε επιτεθεί για πρώτη φορά με σφοδρότητα εναντίον της Αμερικής το 1964 από την ιερή πόλη της Κομ όπου δίδασκε, τότε με αφορμή τον νέο νόμο του ιρανικού κοινοβουλίου για την ασυλία του αμερικανικού στρατιωτικού και διπλωματικού προσωπικού που βρισκόταν στην χώρα. Η ραγδαία επιδείνωση των σχέσεων ανάμεσα στην Ουάσιγκτον και το νέο καθεστώς της Τεχεράνης είχε ήδη ξεκινήσει από τον Νοέμβριο του 1979, όταν ομάδες φοιτητές κατέλαβαν την αμερικανική πρεσβεία στην Τεχεράνη και πήραν όμηρους δεκάδες Αμερικανούς διπλωμάτες. Καθ’ όλη την διάρκεια της δεκαετίας του 1980, η σύγκρουση ανάμεσα στο Ιράν και την Αμερική θα εκτεινόταν από τον Λίβανο και τις φονικές βομβιστικές επιθέσεις των Λιβανέζων σιιτών εναντίον της αμερικανικής πρεσβείας και των Αμερικανών πεζοναυτών στην Βηρυτό έως τον Περσικό Κόλπο και τις συγκρούσεις των ναυτικών δυνάμεων των δύο χωρών.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΗ ΕΙΣΒΟΛΗ ΣΤΟ ΙΡΑΚ ΣΤΟΝ ΕΜΦΥΛΙΟ ΤΗΣ ΣΥΡΙΑΣ
Μέσα στις επόμενες δύο δεκαετίες, οι αμερικανικές δυνάμεις αναπτύχθηκαν ξανά στην περιοχή του Περσικού Κόλπου. Όπως το 1990, στο στόχαστρο βρισκόταν αυτή τη φορά το καθεστώς του Σαντάμ Χουσεΐν στο Ιράκ και όχι το ισλαμικό καθεστώς στο Ιράν, και το 2003 το αμερικανικό σχέδιο προέβλεπε ένα οριστικό πλήγμα στον ιρακινό δικτάτορα. Τον Απρίλιο του 2003 οι αμερικανικές μονάδες μπήκαν στην πρωτεύουσα του Ιράκ και έθεσαν τέλος σε τέσσερις δεκαετίες μπααθικής δικτατορίας, αλλά και σουνιτικής κυριαρχίας. Η στιγμή ήταν ιστορική και δραματική. Όπως δραματικές και μακροχρόνιες θα ήταν και οι συνέπειες, όχι μόνο για το Ιράκ, αλλά για ολόκληρη τη Μέση Ανατολή.
Η αρχή έγινε από το ίδιο το Ιράκ, το οποίο σχεδόν αμέσως μετά την αμερικανική εισβολή βυθίστηκε σε έναν σεχταριστικό εμφύλιο πόλεμο ανάμεσα στην έως τότε κυρίαρχη σουνιτική μειονότητα και την διαρκώς καταπιεσμένη σιιτική πλειονότητα. Μέσα από το χάος του εμφυλίου και την έξαρση των ισλαμικών ριζοσπαστισμών, το Ιράν άρχισε να αναδεικνύεται, αργά αλλά σταθερά, σε ρυθμιστή των εξελίξεων στο εσωτερικό του Ιράκ. Έως το 2010 και με βασικό όπλο τις ιρακινές σιιτικές πολιτοφυλακές, το Ιράν θα ασκούσε τη μεγαλύτερη επιρροή στο Ιράκ από οποιαδήποτε άλλη ξένη δύναμη. Για πρώτη φορά στην σύγχρονη ιστορία του, το Ιράν ήταν η κυρίαρχη δύναμη στο Ιράκ και η αραβική ενδοχώρα της Μέσης Ανατολής ήταν πια ανοιχτή στην ιρανική επιρροή.
Αυτή η εξέλιξη άλλαζε και πάλι τις περιφερειακές ισορροπίες, καθώς για δεύτερη φορά μετά το 1979 το σιιτικό καθεστώς της Τεχεράνης αμφισβητούσε το σουνιτικό στάτους κβο της Μέσης Ανατολής. Αυτή την φορά, η ιρανική αμφισβήτηση της σουνιτικής περιφερειακής κυριαρχίας, άμεσο αποτέλεσμα του αμερικανικού τυχοδιωκτισμού στο Ιράκ, δεν ήταν τόσο ιδεολογικής φύσεως αλλά κυρίως στρατηγική, καθώς η ιρανική παρουσία και επιρροή με αιχμή τους Φρουρούς της Επανάστασης εδραιωνόταν από την Βαγδάτη έως την Βηρυτό. Αυτή η στρατηγική ανατροπή ενεργοποίησε εκ νέου τα αντανακλαστικά της σαουδαραβικής μοναρχίας και μετέτρεψε ολόκληρη την περιοχή της ιστορικής Λεβαντίνης, από τον Λίβανο έως το Ιράκ, σε ένα ενιαίο πεδίο σκιώδους περιφερειακής αναμέτρησης ανάμεσα στην Σαουδική Αραβία και το Ιράν.
Ο επόμενος εμφύλιος πόλεμος στην αραβική ενδοχώρα, εκείνος που ξεκίνησε το 2011 στην Συρία, θα αποτελούσε μια συνέχεια της ιρανικής παρουσίας στη Μέση Ανατολή, αλλά και μια επέκταση της περιφερειακής σύγκρουσης της Τεχεράνης με το Ριάντ. Ο πόλεμος για την Συρία, που απείλησε με ανατροπή τον ιστορικό σύμμαχο της Τεχεράνης στην Δαμασκό, τους Άσαντ, κρίθηκε, εν μέρει, από την δυνατότητα της Τεχεράνης να κινητοποιήσει την Χεζμπολά από τον Λίβανο και τις σιιτικές πολιτοφυλακές από το Ιράκ, το Πακιστάν και το Αφγανιστάν και να τις φέρει στα πεδία των μαχών της Συρίας [4], αλλά και από την καθοριστική ευθυγράμμιση της μεσανατολικής πολιτικής της Μόσχας με εκείνην της Τεχεράνης. Το ρήγμα που προσπάθησαν να επιφέρουν οι σουνιτικές δυνάμεις της περιοχής στην Συρία είχε αποτύχει, με τρομακτικό κόστος για τον συριακό πληθυσμό και τις ιστορικές πόλεις της Συρίας.
Η διατήρηση του καθεστώτος των Άσαντ στην Δαμασκό σήμαινε, ταυτοχρόνως, και την εμβάθυνση της επιρροής του Ιράν από τον Περσικό Κόλπο έως τη Μεσόγειο Θάλασσα.
Εξάλλου, το ένα μετά το άλλο τα αραβικά κράτη στην περιοχή είχαν βυθιστεί σε διακοινοτικές συγκρούσεις: πρώτα το Ιράκ το 2003, μετά ο Λίβανος το 2006 και ύστερα η Συρία το 2011. Οι κυβερνήσεις που αναδύονταν ήταν αδύναμες και ευάλωτες, οι θρησκευτικές ταυτότητες άρχισαν να καθορίζουν όλο και περισσότερο τους πολιτικούς συσχετισμούς και η πολιτική και στρατιωτική ισχύς είχε μετατοπιστεί από το κράτος σε παρακρατικές δυνάμεις που στηρίζονταν από τις διαφορετικές θρησκευτικές κοινότητες. Αυτή η συνεχιζόμενη αδυναμία των αραβικών κρατών της Λεβαντίνης αποτελεί ένα διαρκές στρατηγικό πλεονέκτημα για το Ιράν και τις σιιτικές πολιτοφυλακές που καθοδηγούνται και στηρίζονται από τους Φρουρούς της Επανάστασης.
Μέσα σε αυτές τις δύο δεκαετίες της αστάθειας στη Μέση Ανατολή, η θέση των Φρουρών της Επανάστασης έχει ενισχυθεί όσο ποτέ στο παρελθόν. Καθοδηγώντας το πλέγμα των σιιτικών πολιτοφυλακών από την Κεντρική Ασία έως τη Μεσόγειο, οι Φρουροί της Επανάστασης διεξήγαγαν τους ασύμμετρους πολέμους που άπλωσαν την επιρροή της Τεχεράνης στο Ιράκ, τον Λίβανο και την Συρία.
Μέσα σε αυτές τις δύο δεκαετίες της αστάθειας στη Μέση Ανατολή, η θέση των Φρουρών της Επανάστασης έχει ενισχυθεί όσο ποτέ στο παρελθόν. Καθοδηγώντας το πλέγμα των σιιτικών πολιτοφυλακών από την Κεντρική Ασία έως τη Μεσόγειο, οι Φρουροί της Επανάστασης διεξήγαγαν τους ασύμμετρους πολέμους που άπλωσαν την επιρροή της Τεχεράνης στο Ιράκ, τον Λίβανο και την Συρία.
Με αιχμή την επίλεκτη μονάδα Αλ Κουντς υπό τον στρατηγό Κασέμ Σουλεϊμανί και με υπόδειγμα την Χεζμπολά του Λιβάνου, την πρώτη σιιτική πολιτοφυλακή που οι Φρουροί οργάνωσαν και εκπαίδευσαν στην κοιλάδα Μπεκάα του Λιβάνου το 1982, η Τεχεράνη προσάρμοσε το μοντέλο της Χεζμπολά στις άλλες αραβικές χώρες που βρέθηκαν στην δίνη των εσωτερικών συγκρούσεων, κυρίως στο Ιράκ και την Συρία. Από τις Μονάδες Λαϊκής Κινητοποίησης στο Ιράκ, την οργάνωση ομπρέλα που περιλαμβάνει τις ιρακινές σιιτικές πολιτοφυλακές, έως τις μονάδες των σιιτών εθελοντών που έσπευσαν να προστατεύσουν το σιιτικό τέμενος της Σαγίντα Ζεϊνάμπ στη Δαμασκό και να στηρίξουν το καθεστώς Άσαντ, οι Φρουροί της Επανάστασης απέκτησαν βαθιά περιφερειακή επιρροή. Μια επιρροή που είναι πολυδιάστατη καθώς στον Λίβανο και στο Ιράκ οι σιιτικές πολιτοφυλακές έχουν σημαντική πολιτική δύναμη.
Παράλληλα, η κυρίαρχη πολιτική επιρροή των Φρουρών στο εσωτερικό του Ιράν είναι πλέον αδιαμφισβήτητη. Οι Φρουροί αποτέλεσαν ένα από τα βασικά ερείσματα του Ανώτατου Ηγέτη Αλί Χαμενεΐ, όταν ο διάδοχος του Χομεϊνί χρειαζόταν να εδραιώσει την ιδεολογική και πολιτική κυριαρχία του. Ταυτοχρόνως, η ανάληψη της διεξαγωγής της ιρανικής πολιτικής στη Μέση Ανατολή ενίσχυσε την θέση τους και στην εσωτερική πολιτική κατάσταση του Ιράν, ενώ απέκτησαν πολύ σημαντικό έλεγχο σε αρκετούς τομείς της ιρανικής οικονομίας. Έως την εκτέλεσή του από αμερικανικό πύραυλο στην Βαγδάτη τον Ιανουάριο του 2020, ο στρατηγός Κασέμ Σουλεϊμανί ήταν από τους πλέον στενούς συμβούλους του Αλί Χαμενεΐ και από πολλούς στο Ιράν θεωρείτο ένας εκ των βασικών ρυθμιστών της μελλοντικής διαδοχής του Ανώτατου Ηγέτη. Η εκτέλεσή του αποτέλεσε βαρύ πλήγμα για τους Φρουρούς, ωστόσο η στρατιωτική και οικονομική ισχύς τους στο Ιράν τούς καθιστούν, μαζί με τον Ανώτατο Ηγέτη και τον πρόεδρο, έναν από τους τρεις κυρίαρχους πόλους πολιτικής ισχύος στην χώρα.
ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΤΟΥ ΙΣΛΑΜΙΚΟΥ ΚΑΘΕΣΤΩΤΟΣ
Σαράντα χρόνια μετά τα γεγονότα που 1981, που εδραίωσαν την φυσιογνωμία του καθεστώτος του Αγιατολάχ Χομεϊνί και καθόρισαν το μέλλον της χώρας έως σήμερα, το Ιράν βρίσκεται ξανά μπροστά σε σημαντικές, κομβικές εξελίξεις. Το αποτέλεσμα των προεδρικών εκλογών, η έκβαση της διαπραγμάτευσης με την Ουάσιγκτον και οι σχέσεις της Τεχεράνης με τις αραβικές πρωτεύουσες θα καθορίσουν, στο άμεσο μέλλον, την πορεία του Ιράν στη Μέση Ανατολή και τις σχέσεις του με την Δύση. Ωστόσο, στον πυρήνα αυτών των εξελίξεων και κυρίως στις προεδρικές εκλογές του Ιουνίου υπάρχει ένα ακόμη ζήτημα, το μέλλον του ισλαμικού καθεστώτος του Ιράν.
Οι προεδρικές εκλογές του Ιουνίου αποτελούν για την συντηρητική πτέρυγα του ιρανικού πολιτικού φάσματος την αρχή μιας πορείας πολιτικής και συνταγματικής προστασίας της ισλαμικής ιδεολογίας και φυσιογνωμίας του καθεστώτος. Η ανάδειξη ενός προέδρου που ανήκει στην συντηρητική πτέρυγα, σε συνδυασμό με την δεδομένη πολιτική και οικονομική ισχύ των Φρουρών της Επανάστασης, αλλά και την εδραιωμένη πολιτική και ιδεολογική επιρροή του Αλί Χαμενεΐ στα διάφορα θεσμικά όργανα που αποτελούν το υβριδικό πολιτικό σύστημα του Ιράν, θα αποτελέσουν τρεις αλληλένδετες δικλείδες ασφαλείας προστασίας και συνέχισης του καθεστώτος έναντι των διογκούμενων οικονομικών προβλημάτων και της αυξανόμενης κοινωνικής δυσαρέσκειας.
Το πολιτικό σύστημα του Ιράν αποτελείται από δύο παράλληλα συστήματα, ένα δημοκρατικό σύστημα που εκλέγει απευθείας τον πρόεδρο της χώρας και το κοινοβούλιο, και ένα θεοκρατικό σύστημα, που έχει τις ιδεολογικές και πολιτικές ρίζες του στην επανάσταση του 1979 και το καθεστώς που εδραίωσε ο Αγιατολάχ Χομεϊνί, και το οποίο αναδεικνύει τον Ανώτατο Ηγέτη του Ιράν, που έχει τη μεγαλύτερη ισχύ στην χώρα, και άλλα σημαντικά θεσμικά όργανα, όπως το Συμβούλιο των Ειδικών (που εκλέγει τον Ανώτατο Ηγέτη) και το Συμβούλιο των Φυλάκων (που μεταξύ άλλων κρίνει τις υποψηφιότητες για την προεδρία και το κοινοβούλιο). Στην πραγματικότητα πρόκειται για ένα μεικτό πολιτικό σύστημα το οποίο, όμως, περιβάλλεται από έναν πανίσχυρο θεοκρατικό μανδύα.
Ωστόσο, τέσσερις δεκαετίες μετά την επανάσταση, το ισλαμικό καθεστώς της Τεχεράνης βρίσκεται μπροστά στις μεγαλύτερες δυσκολίες της έως τώρα πορείας του. Ακόμη μεγαλύτερες από το 1989 και τον θάνατο του Αγιατολάχ Χομεϊνί, όταν το καθεστώς έπρεπε να βρει γρήγορα τον διάδοχό του. Μεγαλύτερες και από τις διαδηλώσεις του 2009, τις οποίες οι υπηρεσίες ασφαλείας είχαν καταστείλει με σφοδρότητα. Οι εκτεταμένες και βίαιες διαδηλώσεις του φθινοπώρου του 2019, μετά την απότομη άνοδο της τιμής της βενζίνης, αποτέλεσαν μια πρωτοφανή αντικαθεστωτική έξαρση, καθώς οι διαδηλωτές προέρχονταν κυρίως από τα χαμηλότερα στρώματα, που παραδοσιακά έχουν στηρίξει το θεοκρατικό καθεστώς. Οι Φρουροί της Επανάστασης κατέστειλαν τις εκτεταμένες διαδηλώσεις, όμως αυτές αποτέλεσαν μια σοβαρή ένδειξη της σταδιακής απώλειας αποδοχής του καθεστώτος σε κοινωνικά στρώματα και επαγγελματικές τάξεις της ιρανικής κοινωνίας [5].
Αυτή η σταδιακή αλλά πολύ σημαντική μετατόπιση στο υπόβαθρο της ιρανικής κοινωνίας έχει γίνει ασφαλώς αντιληπτή από το καθεστώς. Η επιδείνωση της ιρανικής οικονομίας, σε συνδυασμό με τις πολυδάπανες στρατιωτικές επιχειρήσεις των τελευταίων δέκα ετών για την στήριξη των Άσαντ στην Συρία και της Χεζμπολά στον Λίβανο, έχουν διογκώσει την κοινωνική δυσαρέσκεια. Το καθεστώς της Τεχεράνης θεωρεί την διατήρηση της επιρροής του στην αραβική ενδοχώρα ως μια στρατηγική επιθετικής άμυνας για την αποτροπή μιας μελλοντικής απομόνωσής του από τα συντηρητικά αραβικά κράτη και την Δύση. Έχει συνδέσει αυτή την στρατηγική με τη μελλοντική επιβίωσή του και συνδετικό κρίκο αποτελεί ο σιιτικός ιρανικός εθνικισμός που προβάλλεται κυρίως από τους Φρουρούς της Επανάστασης. Τα τελευταία δέκα χρόνια ο στρατηγός Κασέμ Σουλεϊμανί αποτελούσε τον πλέον σημαντικό εκφραστή αυτού του ιρανικού εθνικισμού και υπό αυτό το πρίσμα η εκτέλεσή του στην Βαγδάτη ήταν σημαντικό πλήγμα για το ιδεολογικό πλέγμα εσωτερικής ασφαλείας και εξωτερικής πολιτικής του καθεστώτος.
Οι προεδρικές εκλογές του Ιουνίου αποτελούν τον πρώτο σταθμό προσαρμογής του καθεστώτος στις κοινωνικές και πολιτικές δυσκολίες που βρίσκονται στον ορίζοντα του Ιράν. Βασικός στόχος του καθεστώτος, ως αντίβαρο στις μετατοπίσεις της ιρανικής κοινωνίας, είναι η μετατόπιση του πολιτικού κέντρου βάρους του καθεστώτος ακόμη περισσότερο προς την θεοκρατική πλευρά του συστήματος και η παράλληλη αποδυνάμωση των θεσμών του δημοκρατικού συστήματος, δηλαδή του εκλεγμένου κοινοβουλίου και του εκλεγμένου προέδρου. Το ιρανικό κοινοβούλιο έχει ήδη υποβαθμιστεί καθώς βρίσκεται πλέον υπό τον έλεγχο της συντηρητικής πτέρυγας, κυρίως μέσω της διαδικασίας εκλογής των υποψηφίων βουλευτών από το Συμβούλιο των Φυλάκων.
Επόμενος στόχος είναι ο έλεγχος του θεσμού του προέδρου της χώρας. Η διασφάλιση μιας συντριπτικής εκλογικής νίκης από έναν βασικό εκπρόσωπο της συντηρητικής πτέρυγας θα διασφαλίσει τον έλεγχο της προεδρίας και της μελλοντικής διαδοχής του Αλί Χαμενεΐ. Ωστόσο, σε βάθος χρόνου, αυτό ίσως να μην είναι αρκετό για την πολιτική αντοχή του ισλαμικού καθεστώτος και δεν θα πρέπει να αποκλειστεί, ως επιλογή, μια μελλοντική συνταγματική αναθεώρηση με στόχο την αντικατάσταση της θέσης του προέδρου, που εκλέγεται απευθείας από την ιρανική κοινωνία, από την θέση του πρωθυπουργού, που εκλέγεται από το κοινοβούλιο. Δηλαδή μια αντιστροφή της συνταγματικής αναθεώρησης του 1989, όταν, μετά τον θάνατο του Ιμάμη Χομεϊνί, είχε καταργηθεί ο πρωθυπουργός και είχε ενισχυθεί ο πρόεδρος, ενώ είχαν θωρακιστεί οι εξουσίες του νέου και σημερινού Ανώτατου Ηγέτη, Αλί Χαμενεΐ. Σε κάθε περίπτωση, το ισλαμικό καθεστώς θα επιδιώξει τη μετατόπιση του κέντρου βάρους του ιρανικού πολιτικού συστήματος προς ένα ακόμη πιο ελεγχόμενο πλαίσιο. Η αρχή αυτής της πορείας του ισλαμικού καθεστώτος, όποια μορφή κι αν αυτή εντέλει λάβει, βρίσκεται σε αυτές τις εκλογές του Ιουνίου.
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ:
[1] Daniel Brumberg, Reinventing Khomeini: The Struggle for Reform in Iran. Chicago: Chicago University Press, 2001, pp. 116-117.
[2] Patrick Wintour, “Iran’s leadership accused of fixing presidential election”, Guardian, 25 May 2021, https://www.theguardian.com/world/2021/may/25/irans-leadership-accused-o...
[3] Nikki Keddie, Roots of Revolution: An Interpretative History of Modern Iran. Yale: Yale University Press, 1981, pp. 207-208.
[4] Mazis Ioannis & Sarlis Michalis, “A geopolitical analysis of the activation of the Shiite geopolitical factor within the Syrian conflict geosystem”, Regional Science Inquiry, Vol.2 (12/2013), pp. 125-144.
[5] Parisa Hafezi, “Iran’s protests against gasoline hike turn political”, Reuters, 16 November 2019, https://www.reuters.com/article/us-iran-fuel-protests-idUSKBN1XQ0CK
Council on Foreign Relations, Inc.
Παράλληλα, η κυρίαρχη πολιτική επιρροή των Φρουρών στο εσωτερικό του Ιράν είναι πλέον αδιαμφισβήτητη. Οι Φρουροί αποτέλεσαν ένα από τα βασικά ερείσματα του Ανώτατου Ηγέτη Αλί Χαμενεΐ, όταν ο διάδοχος του Χομεϊνί χρειαζόταν να εδραιώσει την ιδεολογική και πολιτική κυριαρχία του. Ταυτοχρόνως, η ανάληψη της διεξαγωγής της ιρανικής πολιτικής στη Μέση Ανατολή ενίσχυσε την θέση τους και στην εσωτερική πολιτική κατάσταση του Ιράν, ενώ απέκτησαν πολύ σημαντικό έλεγχο σε αρκετούς τομείς της ιρανικής οικονομίας. Έως την εκτέλεσή του από αμερικανικό πύραυλο στην Βαγδάτη τον Ιανουάριο του 2020, ο στρατηγός Κασέμ Σουλεϊμανί ήταν από τους πλέον στενούς συμβούλους του Αλί Χαμενεΐ και από πολλούς στο Ιράν θεωρείτο ένας εκ των βασικών ρυθμιστών της μελλοντικής διαδοχής του Ανώτατου Ηγέτη. Η εκτέλεσή του αποτέλεσε βαρύ πλήγμα για τους Φρουρούς, ωστόσο η στρατιωτική και οικονομική ισχύς τους στο Ιράν τούς καθιστούν, μαζί με τον Ανώτατο Ηγέτη και τον πρόεδρο, έναν από τους τρεις κυρίαρχους πόλους πολιτικής ισχύος στην χώρα.
ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΤΟΥ ΙΣΛΑΜΙΚΟΥ ΚΑΘΕΣΤΩΤΟΣ
Σαράντα χρόνια μετά τα γεγονότα που 1981, που εδραίωσαν την φυσιογνωμία του καθεστώτος του Αγιατολάχ Χομεϊνί και καθόρισαν το μέλλον της χώρας έως σήμερα, το Ιράν βρίσκεται ξανά μπροστά σε σημαντικές, κομβικές εξελίξεις. Το αποτέλεσμα των προεδρικών εκλογών, η έκβαση της διαπραγμάτευσης με την Ουάσιγκτον και οι σχέσεις της Τεχεράνης με τις αραβικές πρωτεύουσες θα καθορίσουν, στο άμεσο μέλλον, την πορεία του Ιράν στη Μέση Ανατολή και τις σχέσεις του με την Δύση. Ωστόσο, στον πυρήνα αυτών των εξελίξεων και κυρίως στις προεδρικές εκλογές του Ιουνίου υπάρχει ένα ακόμη ζήτημα, το μέλλον του ισλαμικού καθεστώτος του Ιράν.
Οι προεδρικές εκλογές του Ιουνίου αποτελούν για την συντηρητική πτέρυγα του ιρανικού πολιτικού φάσματος την αρχή μιας πορείας πολιτικής και συνταγματικής προστασίας της ισλαμικής ιδεολογίας και φυσιογνωμίας του καθεστώτος. Η ανάδειξη ενός προέδρου που ανήκει στην συντηρητική πτέρυγα, σε συνδυασμό με την δεδομένη πολιτική και οικονομική ισχύ των Φρουρών της Επανάστασης, αλλά και την εδραιωμένη πολιτική και ιδεολογική επιρροή του Αλί Χαμενεΐ στα διάφορα θεσμικά όργανα που αποτελούν το υβριδικό πολιτικό σύστημα του Ιράν, θα αποτελέσουν τρεις αλληλένδετες δικλείδες ασφαλείας προστασίας και συνέχισης του καθεστώτος έναντι των διογκούμενων οικονομικών προβλημάτων και της αυξανόμενης κοινωνικής δυσαρέσκειας.
Το πολιτικό σύστημα του Ιράν αποτελείται από δύο παράλληλα συστήματα, ένα δημοκρατικό σύστημα που εκλέγει απευθείας τον πρόεδρο της χώρας και το κοινοβούλιο, και ένα θεοκρατικό σύστημα, που έχει τις ιδεολογικές και πολιτικές ρίζες του στην επανάσταση του 1979 και το καθεστώς που εδραίωσε ο Αγιατολάχ Χομεϊνί, και το οποίο αναδεικνύει τον Ανώτατο Ηγέτη του Ιράν, που έχει τη μεγαλύτερη ισχύ στην χώρα, και άλλα σημαντικά θεσμικά όργανα, όπως το Συμβούλιο των Ειδικών (που εκλέγει τον Ανώτατο Ηγέτη) και το Συμβούλιο των Φυλάκων (που μεταξύ άλλων κρίνει τις υποψηφιότητες για την προεδρία και το κοινοβούλιο). Στην πραγματικότητα πρόκειται για ένα μεικτό πολιτικό σύστημα το οποίο, όμως, περιβάλλεται από έναν πανίσχυρο θεοκρατικό μανδύα.
Ωστόσο, τέσσερις δεκαετίες μετά την επανάσταση, το ισλαμικό καθεστώς της Τεχεράνης βρίσκεται μπροστά στις μεγαλύτερες δυσκολίες της έως τώρα πορείας του. Ακόμη μεγαλύτερες από το 1989 και τον θάνατο του Αγιατολάχ Χομεϊνί, όταν το καθεστώς έπρεπε να βρει γρήγορα τον διάδοχό του. Μεγαλύτερες και από τις διαδηλώσεις του 2009, τις οποίες οι υπηρεσίες ασφαλείας είχαν καταστείλει με σφοδρότητα. Οι εκτεταμένες και βίαιες διαδηλώσεις του φθινοπώρου του 2019, μετά την απότομη άνοδο της τιμής της βενζίνης, αποτέλεσαν μια πρωτοφανή αντικαθεστωτική έξαρση, καθώς οι διαδηλωτές προέρχονταν κυρίως από τα χαμηλότερα στρώματα, που παραδοσιακά έχουν στηρίξει το θεοκρατικό καθεστώς. Οι Φρουροί της Επανάστασης κατέστειλαν τις εκτεταμένες διαδηλώσεις, όμως αυτές αποτέλεσαν μια σοβαρή ένδειξη της σταδιακής απώλειας αποδοχής του καθεστώτος σε κοινωνικά στρώματα και επαγγελματικές τάξεις της ιρανικής κοινωνίας [5].
Αυτή η σταδιακή αλλά πολύ σημαντική μετατόπιση στο υπόβαθρο της ιρανικής κοινωνίας έχει γίνει ασφαλώς αντιληπτή από το καθεστώς. Η επιδείνωση της ιρανικής οικονομίας, σε συνδυασμό με τις πολυδάπανες στρατιωτικές επιχειρήσεις των τελευταίων δέκα ετών για την στήριξη των Άσαντ στην Συρία και της Χεζμπολά στον Λίβανο, έχουν διογκώσει την κοινωνική δυσαρέσκεια. Το καθεστώς της Τεχεράνης θεωρεί την διατήρηση της επιρροής του στην αραβική ενδοχώρα ως μια στρατηγική επιθετικής άμυνας για την αποτροπή μιας μελλοντικής απομόνωσής του από τα συντηρητικά αραβικά κράτη και την Δύση. Έχει συνδέσει αυτή την στρατηγική με τη μελλοντική επιβίωσή του και συνδετικό κρίκο αποτελεί ο σιιτικός ιρανικός εθνικισμός που προβάλλεται κυρίως από τους Φρουρούς της Επανάστασης. Τα τελευταία δέκα χρόνια ο στρατηγός Κασέμ Σουλεϊμανί αποτελούσε τον πλέον σημαντικό εκφραστή αυτού του ιρανικού εθνικισμού και υπό αυτό το πρίσμα η εκτέλεσή του στην Βαγδάτη ήταν σημαντικό πλήγμα για το ιδεολογικό πλέγμα εσωτερικής ασφαλείας και εξωτερικής πολιτικής του καθεστώτος.
Οι προεδρικές εκλογές του Ιουνίου αποτελούν τον πρώτο σταθμό προσαρμογής του καθεστώτος στις κοινωνικές και πολιτικές δυσκολίες που βρίσκονται στον ορίζοντα του Ιράν. Βασικός στόχος του καθεστώτος, ως αντίβαρο στις μετατοπίσεις της ιρανικής κοινωνίας, είναι η μετατόπιση του πολιτικού κέντρου βάρους του καθεστώτος ακόμη περισσότερο προς την θεοκρατική πλευρά του συστήματος και η παράλληλη αποδυνάμωση των θεσμών του δημοκρατικού συστήματος, δηλαδή του εκλεγμένου κοινοβουλίου και του εκλεγμένου προέδρου. Το ιρανικό κοινοβούλιο έχει ήδη υποβαθμιστεί καθώς βρίσκεται πλέον υπό τον έλεγχο της συντηρητικής πτέρυγας, κυρίως μέσω της διαδικασίας εκλογής των υποψηφίων βουλευτών από το Συμβούλιο των Φυλάκων.
Επόμενος στόχος είναι ο έλεγχος του θεσμού του προέδρου της χώρας. Η διασφάλιση μιας συντριπτικής εκλογικής νίκης από έναν βασικό εκπρόσωπο της συντηρητικής πτέρυγας θα διασφαλίσει τον έλεγχο της προεδρίας και της μελλοντικής διαδοχής του Αλί Χαμενεΐ. Ωστόσο, σε βάθος χρόνου, αυτό ίσως να μην είναι αρκετό για την πολιτική αντοχή του ισλαμικού καθεστώτος και δεν θα πρέπει να αποκλειστεί, ως επιλογή, μια μελλοντική συνταγματική αναθεώρηση με στόχο την αντικατάσταση της θέσης του προέδρου, που εκλέγεται απευθείας από την ιρανική κοινωνία, από την θέση του πρωθυπουργού, που εκλέγεται από το κοινοβούλιο. Δηλαδή μια αντιστροφή της συνταγματικής αναθεώρησης του 1989, όταν, μετά τον θάνατο του Ιμάμη Χομεϊνί, είχε καταργηθεί ο πρωθυπουργός και είχε ενισχυθεί ο πρόεδρος, ενώ είχαν θωρακιστεί οι εξουσίες του νέου και σημερινού Ανώτατου Ηγέτη, Αλί Χαμενεΐ. Σε κάθε περίπτωση, το ισλαμικό καθεστώς θα επιδιώξει τη μετατόπιση του κέντρου βάρους του ιρανικού πολιτικού συστήματος προς ένα ακόμη πιο ελεγχόμενο πλαίσιο. Η αρχή αυτής της πορείας του ισλαμικού καθεστώτος, όποια μορφή κι αν αυτή εντέλει λάβει, βρίσκεται σε αυτές τις εκλογές του Ιουνίου.
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ:
[1] Daniel Brumberg, Reinventing Khomeini: The Struggle for Reform in Iran. Chicago: Chicago University Press, 2001, pp. 116-117.
[2] Patrick Wintour, “Iran’s leadership accused of fixing presidential election”, Guardian, 25 May 2021, https://www.theguardian.com/world/2021/may/25/irans-leadership-accused-o...
[3] Nikki Keddie, Roots of Revolution: An Interpretative History of Modern Iran. Yale: Yale University Press, 1981, pp. 207-208.
[4] Mazis Ioannis & Sarlis Michalis, “A geopolitical analysis of the activation of the Shiite geopolitical factor within the Syrian conflict geosystem”, Regional Science Inquiry, Vol.2 (12/2013), pp. 125-144.
[5] Parisa Hafezi, “Iran’s protests against gasoline hike turn political”, Reuters, 16 November 2019, https://www.reuters.com/article/us-iran-fuel-protests-idUSKBN1XQ0CK
Council on Foreign Relations, Inc.
ΑΝΑΛΥΣΗ: Το μέλλον του ισλαμικού καθεστώτος στο Ιράν
Reviewed by diaggeleas
on
20.6.21
Rating:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Παρακαλώ να γράφετε με Ελληνικούς χαρακτήρες και να είστε κόσμιοι στις εκφράσεις σας. Οποιοδήποτε άλλο σχόλιο με γκρικλις και ξένη γλώσσα θα διαγράφετε. Ευχαριστώ!