7) Ποιοι υποσχέθηκαν στον Εβραίο Davutoğlu..παγκόσμιο Ισλαμικό Χαλιφάτο

Ἀνάλυσις Ἰδεολογικο-πολιτικοῦ ὑποβάθρου τῶν νταβουτογλιανῶν θεωρητικῶν ἐρεισμάτων. Η’

ΙΩΑΝΝΗΣ Θ. ΜΑΖΗΣ

Οἱ θεμελιώδεις λειτουργίες τοῦ νταβουτογλιανοῦ γεωπολιτικοῦ παράγοντος:


α) ἡ σύγκρουσις τοῦ Ἰσλὰμ μὲ τὴν Δύση

β) ἡ σύγκρουσις τοῦ ἰσλαμικοῦ εὐρασιατισμοῦ μὲ τὴν σλαυορωσσικὴ πολιτισμικὴ ταὐτότητα.


α) Ἡ σύγκρουσις τοῦ Ἰσλὰμ μὲ τὴν Δύση

Στὸ «γεωπολιτῖζον», λοιπόν, ἀλλὰ ὄχι γεωπολιτικὸ καὶ κατὰ βάσιν, ἐθνικιστικὸ καὶ ἐθνικοκεντρικὸ γεωστρατηγικό του ὅραμα, ὁ Davutoğlu συνδυάζει δύο γεωγραφικὲς περιοχές: «Ἀπὸ Βορρᾶ, τὴν περιοχὴ τοῦ βορείου Καυκάσου, μέχρι τὸν Νότο, στὸ Κουβέϊτ» καὶ «τὴν νότια πλευρὰ τῆς Κεντρικῆς Ἀσίας». 

Τονίζει ὅτι ἡ συμμετοχή τους στὸν Ἰσλαμικὸ Πολιτισμὸ «παρέχει κοινὰ στοιχεῖα σὲ αὐτὴν τὴν φαντασιακὴ κοινότητα», ἡ ὁποία εἶναι πλήρης ἀντιφάσεων ἀνάμεσα στὶς διεθνῶς ἀνεγνωρισμένες περιοχὲς καὶ τὴν de facto πραγματικότητα».

Ἔτσι ἐξυψώνει τὴν ἑνότητα τῆς ἰσλαμικῆς καθολικῆς ὅμα σὲ καθεστὼς «ἰδανικῆς γεωπολιτικῆς δομῆς» ἄρα τοῦ Συστήματος / Γεωγραφικοῦ Συμπλόκου στὸ πλαίσιο τοῦ ὁποίου παρατηρεῖ τὴν δράση τοῦ θεμελιώδους Γεωπολιτικοῦ παράγοντος ἀποδοκιμάζοντας τὴν ἔννοια τοῦ «Κράτους-Ἔθνους». 

Τὴν μόνη ἐθνοκρατικὴ ὀντότητα τῆς ὁποίας τὴν ὕπαρξη ἀποδέχεται —καὶ πολιτικῶς καὶ ἐθνοτικῶς— ὁ Νταβούτογλου εἶναι τὴν νεο-ὀθωμανικὴ Τουρκία.

Καὶ βεβαίως αὐτὸ θεωρεῖται ὡς μεγίστη συμβολὴ «στὸν παγκόσμιο πολιτισμὸ ἀπὸ τὴν σημερινὴ Τουρκία» καὶ ὀνομάζεται ἀπὸ τὸν Νταβούτογλου ὡς «πολιτισμικὸ ἄνοιγμα» τὸ ὁποῖον σκοπὸ ἔχει «νὰ ἀκυρώσει [τὴν χαντιγκτονιανή, καὶ κατὰ Μπρζεζίνσκη] γεωπολιτισμικὴ ἀπόρριψη τῆς Τουρκίας». Ἡ Τουρκία, συνεπῶς, «λόγῳ τῆς ἐμπειρίας ποὺ ἔχει ἀποκομίσει ἀπὸ τόν ἴδιό της τὸν πολιτισμὸ» θὰ διατηρεῖ τὴν ἡγεμονία τῆς νεο-χαλιφατικῆς αὐτοκρατορικῆς συγκροτήσεως ποὺ ἐπιδιώκει καὶ σχολαστικῶς σχεδιάζει καὶ προωθεῖ ὁ κ. Davutoğlu. 

Καὶ τὸ πράττει, χωρὶς νὰ σκέπτεται καθόλου τὶς διαφωνίες ποὺ θὰ ἔχουν τὸ Ἰρὰν καὶ ἡ Σαουδικὴ Ἀραβία, ὡς πραγματικὲςἡγέτιδες δυνάμεις τοῦ σηιτικοῦ καὶ ἀραβο-μουσουλμανικοῦ σονιτικοῦ κόσμου ἀντιστοίχως. Συνεπῶς, χωρὶς νὰ προβαίνει σὲ ρεαλιστικὴ ἀνάλυση ἀπολύτως ὑπαρκτῶν ἀνταγωνιστικῶν στοιχείων πρὸς τὶς «γεωπολιτίζουσες» ἀλλ’ ὄχι γεωπολιτικές του ἀναλύσεις.

Καὶ δὲν ἀποδοκιμάζει τὸ ἔθνος-κράτος ὁ Davutoğlu, μὲ ἐργαλεῖο τὴν φιλελευθέρα / μεταεθνικὴ / ἐθνομηδενιστικὴ καὶ παγκοσμιοποιημένη πολεμικὴ ποὺ ἀσκεῖται κατὰ κόρον ἐναντίον τοῦ Κράτους - Ἔθνους, οὔτε κἂν αὐτὴν τὴν προωθημένη —ὅσο καὶ ἀμφισβητουμένη— ἑρμηνεία τῶν Negri καὶ Hardt (Αὐτοκρατορία, 2000). Τὸ ἀποδοκιμάζει, ὅπως θὰ ἀντιληφθεῖ ὁ μελετητὴς τοῦ Πολιτικοῦ Ἰσλάμ, μὲ ἐργαλεῖο τὴν ἰσλαμιστικὴ «νομιμότητα».

Τὸ πολιτικὸ Ἰσλὰμ νομοκανονολογικῶς και πολιτικῶς δὲν ἀποδέχεται, οὔτε καὶ αὐτό, τὴν ἔννοια τοῦ Κράτους - ἔθνους, ἀλλὰ τὴν ἔννοια τῆς «ὅμα», τῆς Διεθνοῦς Κοινότητος τῶν Πιστῶν, στὸ πλαίσιο τῆς ὁποίας δὲν ὑπάρχει θέσις γιὰ ἐθνοκρατικὰ μορφώματα, τὰ ὁποῖα θεωροῦνται «Κράτη-Θραύσματα» τῆς ὅμα καὶ «εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς προδοσίας τοῦ Ἰσλὰμ ἀπὸ τοὺς βεβήλους Πρίγκηπές του».

Στὰ κείμενά του, βεβαίως, ὁ Davutoğlu ὑποκαθιστᾷ τὸν ὅρο «ὅμα», ὁ ὁποῖος φέρει θρησκευτικοὺς συνειρμούς, μὲ τὸν πιὸ οὐδέτερον ὅρον «Ἰσλαμικὸς Πολιτισμός», ἀλλὰ διατηρεῖ τὴν ἔμφαση στὴν θρησκευτικὴ πτυχὴ τῆς πολιτισμικῆς συγκρούσεως. Στὸ πλαίσιο αὐτῆς τῆς προσπάθειας ὀντολογικοῦ ἑτεροπροσδιορισμοῦ τῶν ἰδικῶν τοῦ ἰσλαμικῶν συστημικῶν γεωπολιτικῶν παραγόντων καὶ ἰσλαμικῶν ὑποσυστημάτων, ὁ Davutoğlu ἀσκεῖ, ἐν ἔτει 1992 ἤδη, συγκεκαλυμμένη, κριτικὴ ἐναντίον τοῦ «δυτικόστροφου» κεμαλικοῦ καθεστῶτος, καὶ εἰδικῶς τοῦ Στρατοῦ ὡς αὐτοδιωρισμένου φύλακος τῆς κοσμικῆς Δημοκρατικῆς Τάξεως καὶ ὡς ἰσχυροῦ ὑποστηρικτοῦ τῆς τουρκικῆς ὑποψηφιότητος στὸ ΝΑΤΟ ἀλλὰ καὶ τῆς Συμμαχίας μὲ τὶς Ἡνωμένες Πολιτεῖες.

Ἔτσι, προβαίνει στὴν διαπίστωση ὅτι: 

«Ἕνα δημοκρατικὸ σύστημα στὸν Ἰσλαμικὸ Kόσμο μπορεῖ νὰ δημιουργήσει ἰσλαμικὰ καθεστῶτα μὲ ἀντιδυτικὰ συναισθήματα. Ἡ διεφθαρμένη στρατιωτικοπολιτικὴ ἐλὶτ σὲ ὡρισμένες ἰσλαμικὲς χῶρες ἐξεμεταλλεύθη αὐτὸν τὸν φόβο καὶ συνειργάσθη μὲ τὶς διεθνεῖς συστημικὲς δυνάμεις τῆς δημοκρατικῆς Δύσεως μὲ στόχο νὰ καταστρέψουν τὶς δημοκρατικὲς διαδικασίες στὸν ἰσλαμικὸ κόσμο».

Τὸ συμπέρασμα ποὺ προκύπτει ἀβιάστως ἀπὸ τὴν ἀνωτέρω νταβουτογλιανὴ ἀποστροφὴ εἶναι, ὅτι: οἱ δημοκρατικὲς διαδικασίες ἐφαρμοζόμενες σὲ ἐθνικοὺς κοινωνικοὺς σχηματισμοὺς ἰσλαμικοῦ πολιτισμικοῦ ὑποβάθρου δημιουργοῦν «ἰσλαμικὰ καθεστῶτα μὲ ἀντιδυτικὰ αἰσθήματα».

Τὸ ἐρώτημα ποὺ τίθεται ὅμως εἶναι: ἔπρεπε νὰ τὸ γράψει ὁ Davutoğlu γιὰ νὰ τὸ ἀντιληφθοῦμε; Ἢ μήπως δὲν τὸ ἔχομε ἀντιληφθεῖ ἀκόμη; Ἐπὶ τοῦ σημείου αὐτοῦ ἡ Δύσις ὀφείλει νὰ προβληματισθεῖ σοβαρὰ γιὰ τὸ τί ὀφείλει νὰ πράξει σὲ ἀνάλογες περιπτώσεις ἐθνικῶν κοινωνικῶν σχηματισμῶν ἰσλαμικοῦ πολιτισμικοῦ ὑποβάθρου, οἱ ὁποῖοι πρέπει νὰ μεταβοῦν ὁμαλῶς σὲ μορφὲς διακυβερνήσεως ὀφέλιμες γιὰ τοὺς λαούς των καὶ διατεθειμένες νὰ συνυπάρξουν εἰρηνικῶς μὲ τὴν Δύση. Τὸ θέμα εἶναι μέγα, καὶ ἐκτυλίσσεται ἐνώπιόν μας στὸ πλαίσιο τῶν κοινωνικῶν ἐξεγέρσεων καὶ πολιτικῶν καὶ γεωπολιτικῶν ἀνακατατάξεων ποὺ θὰ ἀκολουθήσουν στὸν ἀραβομουσουλμανικὸ κόσμο (Αἴγυπτος-Τυνησία-Λιβύη-Ὑεμένη-Μπαχρέϊν, Ἰορδανία, κ.τ. λ.).

Aπὸ μεθοδολογικῆς ἐπόψεως θὰ μποροῦσε κάποιος ἁπλοῦς νεοθετικιστὴς νὰ τὸν κατηγορήσει γιὰ ἐπικίνδυνες μεταφυσικὲς ἀποκλίσεις, αὐτὲς τὶς ἴδιες ποὺ κατὰ τὴν γνώμη μου χαρακτηρίζουν τὸν σύγχρονο μετα-ἐθνικὸ στρουκτουραλισμό! Ὅσον καὶ ἂν ἀκούεται περίεργον, τὸ 2001, ποὺ ἐγράφησαν αὐτές του οἱ ἐκτιμήσεις, οἱ στρουκτουραλιστικὲς καὶ νεο-στρουκτουραλιστικὲς τάσεις εὑρίσκοντο στὸν κολοφῶνά τους!

Ἄλλως τε, διαβάζοντας στὸ ἴδιο κείμενο τοῦ 2001, τὴν περιγραφὴ τοῦ ὑπερεθνικοῦ χαρακτῆρος τοῦ Ἰσλαμικοῦ Πολιτισμοῦ, ὁ ὁποῖος παρήγαγε ἕνα καθολικὸ σύστημα καὶ ὑπερέβη τὸ πρότυπον τοῦ ἔθνους-κράτους, ὡς «δημιούργημα τοῦ Δυτικοῦ φαντασιακοῦ», δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ ἐκπλαγεῖ καὶ νὰ θεωρήσει ὅτι ὁ Davutoğlu ἀνήκει στὰ ἀνώτατα ὑπερῷα τῆς «κριτικῆς νεο-στρουκτουραλιστικῆς μετα-ἐθνικῆς σχολῆς». Καὶ ὅμως, δὲν εἶναι ἔτσι! Τὸ λάθος αὐτὸ θὰ τὸ διαπράξει ἕνας μελετητὴς ποὺ ἀγνοεῖ τὴν χαλιφικὴ προσέγγιση τοῦ Ἰσλὰμ καὶ τὴν ἀνυπαρξία τῆς ἐννοίας τοῦ ἐθνικοῦ κράτους στὸ πλαίσιό του.

Συνεπῶς ὁ Davutoğlu καὶ αὐτὴν τὴν περιγραφὴ τὴν κάμνει ὡς καλὸς «μουσουλμᾶνος θεολόγος» καὶ ὄχι φυσικὰ ὡς ψυχρὸς γεωπολιτικὸς ἀναλυτής. Στὴν θεωρία του, ἐτόνισε ἄλλωςτε, τὴν σημασία τῆς «καθολικότητος τοῦ ἰσλαμικοῦ πολιτισμοῦ» ὡς «ὀντολογικὴ[ς] συναίσθηση[ς], ἡ ὁποία διεισδύει ἄμεσα στὸν νοῦ κάθε ἀτόμου, ἀνεξαρτήτως ἀπὸ τὴν ἐθνικὴ καὶ τοπικὴ καταγωγή του».

Ἄρα ὁ τοῦρκος Ὑπέξ, ὥρισε καὶ ἀπὸ ἀνθρωπολογικὴν ἔποψη τὸ Ὑπερσύστημα τῆς νεο-ὀθωμανικῆς Τουρκίας, κοντολογῆς τὸν νέο-χαλιφατικό Πλήρη Συνθετικὸ Χῶρο ὁ ὁποῖος θὰ παραχωρήσει τὴν ἡγεμονία του στὴν Ἄγκυρα.

Ὡς θεωρητικὸ συμπέρασμα λοιπόν, ἀναφορικῶς πρὸς τὴν προσπάθεια τοῦ Νταβούτογλου γιὰ τὸν καθορισμὸ τοῦ Γεωπολιτικοῦ του Παράγοντος καὶ τῶν ἐπαλλήλων Συστημάτων τοῦ Ὑποδείγματός του, μποροῦμε νὰ δια τυπώσομε τὸ ὅτι χρησιμοποιεῖ τὴν ἐκ τοῦ πολιτισμοῦ του προερχομένη ἰδεολογικοποίηση τοῦ Ἰσλάμ, ἡ ὁποία διαθέτει ἐν νομικῷ σπέρματι τὸ πολιτικὸ χαλιφατικὸ στοιχεῖο. Ἐπίσης ὑπερβαίνει τοὺς ἐνοχλητικοὺς —γιὰ ἕνα ἰσλαμικὸ πολυεθνοτικὸ πόλο ἰσχύος— ἐθνικισμούς, καὶ προτείνει ὡς «ἠπίαν ἰσχὺν» τὸ ἰσλαμικὸ πολιτισμικὸ ἱστορικὸ καὶ κοινωνικὸ ὀντολόγημα, ὡς ἐργαλεῖο προβολῆς καὶ ἐπιβολῆς ἰσχύος τῆς νεο-χαλιφατικῆς Τουρκίας.

Τὸ Ἰσλάμ, μὲ τὰ ἀνωτέρω χαρακτηριστικά του, ἐπιτρέπει στὸν τοῦρκο θεωρητικὸ νὰ μετέλθει τῶν ἀναλυτικῶν πλεονεκτημάτων τῶν Πλήρων Συνθετικῶν Χώρων, δηλαδὴ τῶν ποιοτικῶν καὶ τελικῶς ποσοτικῶν ἢ ποσοστικοποιημένων σταθμοδεικτῶν τῶν τεσσάρων γεωπολιτικῶν πυλώνων ἀνακατανομῆς ἰσχύος: ἀμύνης, οἰκονομίας, πολιτικῆς καὶ πολιτισμοῦ. 

Ἔρχεται ὅμως σὲ συνεχεῖς ἀντιφάσεις ὡς πρὸς τὴν ἠπιότητα τοῦ προτεινομένου ὑποδείγματός του, διότι ἀφ’ ἑνὸς παρουσιάζει τὸ Ἰσλὰμ ὡς κατ’ ἀνάγκην συγκρουόμενο μὲ τὴν Δύση καὶ ἀφετέρου τὸ παρουσιάζει ὡς «ἠπίαν ἰσχύν», ἡ ὁποία δὲν ἔχει λόγους νὰ συγκρουσθεῖ μὲ αὐτήν!

Χαρακτηριστικὸ παράδειγμα τοιαύτης ἀντιφάσεως, παρουσιάζεται στὸν θεωρητικό του λόγο, ὅταν χρησιμοποιεῖ μαρξίζουσα σημειολογία γιὰ νὰ παρουσιάσει τὸν γεωπολιτικό του παράγοντα, δηλαδὴ τὸν «Ἰσλαμικὸ Κόσμο», ὡς ἐθνοκοινωνικῆς, πολιτισμικῆς φύσεως «διεθνῆ συλλογικὸ προλετάριο». Καὶ συνεπῶς, κατὰ τὴν νταβουτογλιανὴ λογική, μέσα στὴν ἴδια τὴν δυναμικὴ τῆς μαρξίζουσας σημειολογίας του, ἐντοπίζεται ἡ ἱστορικῶς δεδομένη πολιτισμικο-πολιτικο- κοινωνικὴ ἔκρηξις αὐτοῦ τοῦ προλεταριοποιημένου ἰσλαμικοῦ κόσμου, κοντολογῆς ἡ ἐπανάστασίς του ἐναντίον τοῦ Δυτικοῦ διεθνοῦς ἡγεμονικοῦ συστήματος, ἄρα καὶ ὁ ἐπαναστατικὸς ἑτεροπροσδιορισμός του ὡς πρός αὐτό!

Καὶ ἰδοὺ ἡ ἀντίφασις: ὁ Davutoğlu ὑπαινίσσεται στὸ ἴδιο κείμενο, ὅτι τὰ περὶ «ἰσλαμικῆς ἀπειλῆς» ἀποτελοῦν ἀμερικανικὰ καὶ ἐν γένει δυτικὰ ἰδεολογήματα τὰ ὁποῖα ἐχαλκεύθησαν λόγῳ τῶν νέων γεωπολιτικῶν καὶ γεωστρατηγικῶν πραγματικοτήτων ἢ δυνατοτήτων, ὥστε νὰ παράσχουν ἕνα ἰδεολογικὸ ἔρεισμα σὲ «στρατηγικές καὶ τακτικὲς ἐπιχειρήσεις μὲ στόχο νὰ ἀποκτήσουν τὸν ἔλεγχο αὐτῶν τῶν δυνατοτήτων».

Δηλαδή, στὴν νταβουτογλιανὴ μεθοδολογικὴ προσέγγιση, διακρίνομε τὴν προσπάθεια ἀπενοχοποιήσεως τοῦ «ἰσλαμικοῦ γεωπολιτικοῦ παράγοντος», ὥστε νὰ δημιουργηθοῦν οἱ προϋποθέσεις ἐμπιστοσύνης γιὰ νὰ διασφαλισθεῖ στὸ ἰσλαμιστικὸ χαλιφατικὸν ὀντολόγημα ὁ διεθνὴς γεωγραφικὸς χῶρος, ὡς ὁ Ὑπερσυστημικὸς ἐκεῖνος χῶρος τῶν δράσεών του, καὶ μάλιστα στὸ ἐπίπεδο τῶν τεσσάρων γεωπολιτικῶν πυλώνων ἀνακατανομῆς διεθνοῦς ἰσχύος.

Τὴν ἰδία ὅμως στιγμή, προβαίνει πάλιν στὸν γενικὸ ἰσχυρισμὸν ὅτι “ἡ διαδικασία ἐκκοσμικεύσεως μπορεῖ νὰ θεωρηθεῖ ὡς μιὰ ἄμεση ἀπειλὴ στὴν αὐτοσυντήρηση τῶν μὴ-Δυτικῶν κοινωνιῶν». Τὸ συμπέρασμα ποὺ προκύπτει ἀπὸ τὴν τελευταία νταβουτογλιανὴ ἀποστροφὴ εἶναι ὅτι οἱ ἰσλαμικοῦ πολιτισμικοῦ ὑποβάθρου ἐθνικοὶ κοινωνικοὶ σχηματισμοὶ καταστρέφονται ὑποχρεωτικῶς μέσῳ τῶν διαδικασιῶν ἐκσυγχρονισμοῦ τους, ὅσον ἐπιτυχεῖς καὶ ἂν εἶναι αὐτές.

Τὸ δίδαγμα λοιπὸν εἶναι ὅτι οἱ κοινωνίες αὐτὲς θὰ ἀποφύγουν τὴν καταστροφή, μόνον —καὶ ἐφ’ ὅσον— ἐὰν ἀκολουθήσουν τὴν ἰσλαμικὴ πολιτισμική τους καταβολὴ καὶ τὰ συνεπαγόμενα κελεύσματά της. Αὐτὰ ὅμως εἶναι ὁ ἑνιαῖος ἰσλαμικὸς χῶρος μὲ τὸ γεωγραφικὸ καὶ τὸ ἱστορικόν του βάθος, συνεπῶς εἶναι ἕνα νέο χαλιφᾶτο, ἔστω καὶ ἐὰν σὲ πρῶτο ἐπίπεδο οἱ δομές του δὲν παραπέμπουν στὸν Ἁβδοὺλ Χαμὴτ τὸν Β΄, ὁ ὁ ὁποῖος ἀπετέλεσε καὶ ἀποτελεῖ πρότυπο συνεχείας τοῦ πραγματικοῦ νέου Χαλιφάτου ἀπὸ τοὺς Ἀδελφοὺς Μουσουλμάνους τῆς Αἰγύπτου*.

Ὁ Davutoğlu δὲν σταματᾷ οὔτε λεπτὸ νὰ ἐπικρίνει τὸ ἐθνικιστικὸ πρότυπο τοῦ «ἐκσυγχρονισμοῦ» καὶ τῆς «ἐκκοσμικεύσεως» ποὺ ἐπέβαλεν ἡ κεμαλικὴ ἐλὶτ στὴν τουρκικὴ κοινωνία, καὶ καταγγέλλει τὸ προκῦψαν κοινωνικὸ φαινόμενο τῆς “διχασμένης προσωπικότητoς” τῆς τουρκικῆς κοινωνίας. Προτείνει δέ, τὸν ἀνακαθορισμὸ τῶν περιόδων ἱστορικῆς ἐξελίξεως τῶν μὴ-Δυτικῶν (δηλ. καὶ τῶν ἰσλαμικῶν) κοινωνιῶν στὸν εἰκοστὸν πρῶτον αἰῶνα.

Ἄρα, καταλαβαίνει κανεὶς ὅτι ἡ ἀντίφασις αὐτή, τοῦ προκύπτει ὡς ἀναγκαία γιὰ νὰ καλύψει τὴν ἀντισυστημικότητα τοῦ «Ἰσλαμικοῦ Παράγοντός» του, ἰδιαιτέρως κατὰ τὸ ἔτος 1988, ὅταν ὑπεστήριξε συστηματικῶς καὶ θεωρητικῶς αὐτὲς τὶς ἀπόψεις γιὰ πρώτη φορά, διαρκούσης τῆς ἤδη «ὑπόπτου» γιὰ τοὺς νεο-κεμαλιστές, ὀζαλικῆς κυβερνήσεως.

Ὁ Davutoğlu διακρίνει μεταξὺ τῆς περιόδου τοῦ «πρώιμου ἐκσυγχρονισμοῦ», στὸ πρῶτο ἥμισυ τοῦ εἰκοστοῦ αἰῶνος, καὶ τῆς περιόδου τῆς Πολιτισμικῆς Ἀναβιώσεως, πρὸς τὰ τέλη τοῦ αἰῶνος αὐτοῦ.

Ἡ πρώτη περίοδος ἐχαρακτηρίσθη ἀπὸ τὴν ὑπεροχὴ τῶν «πρώιμων ἐκσυγχρονιστῶν», οἱ ὁποῖοι «προσεπάθησαν νὰ ἐπιτύχουν ἐθνικὴν ἢ πολιτισμικὴ αὐτοσυντήρηση ἔναντι τῶν ἐπιθέσεων τῶν ἀποικιοκρατικῶν δυνάμεων». Ἡ δευτέρα περίοδος χαρακτηρίζεται ἀπὸ τὴν κυριαρχία τῶν «πολιτισμικῶν ἀναβιωτῶν» οἱ ὁποῖοι «ἐπιχειροῦν νὰ ἐπιτύχουν τὴν ἀναβίωση τοῦ αὐθεντικοῦ ἀναστήματός τους ὥστε νὰ ἐπανακαθορίσουν ὀντολογικῶς καὶ ἱστορικῶς τὴν θέση τους».

Συνεπῶς κατὰ τὸν Davutoğlu πρόκειται γιὰ τὸ ἀποτέλεσμα τῆς κρίσεως τῆς δυτικῆς σεκουλαριστικῆς ὀντολογίας.

Ἀπὸ τὴν αὐτή, ἀντιδυτικὴ ὀπτικὴ γωνία, ἀσκεῖ ὁ Ahmet Davutoğlu αὐστηρὰν κριτικὴ στὴν μεταψυχροπολεμικὴ τουρκικὴ ἐξωτερικὴ πολιτικὴ ἀλλὰ καὶ στὸν τουρκικὸ γεωστρατηγικὸ σχεδιασμὸ πρὸς τὴν Κεντρικὴ Ἀσία, ὑπογραμμίζοντας τὴν «ἀνετοιμότητα τῆς Τουρκίας νὰ ἀνταποκριθεῖ στὰ δεδομένα τῆς μεταψυχροπολεμικῆς ἐποχῆς».

Τονίζει μάλιστα, μὲ ἕνα νεο-ρεαλιστικὸ γουωλτσιανὸ (Κ. Waltz) τρόπο, ὅτι ἡ Τουρκία δὲν ἀντελήφθη ἐγκαίρως τὸ τέλος τοῦ «στατικοῦ διπολικοῦ διεθνοῦς συστήματος» καὶ τὴν δημιουργία ἑνὸς «δυναμικοῦ πολυπλεύρου διεθνοῦς συστήματος», οὕτως ὥστε νὰ προσαρμόσει ἀναλόγως τὶς Στρατηγικὲς καὶ τὴν Ἐξωτερικὴ Πολιτική της.

Ἀναλύοντες τὶς θέσεις αὐτὲς τοῦ Davutoğlu, τὸ 2005, στὸ πλαίσιο τῶν ἐρευνητικῶν δραστηριοτήτων τοῦ Ἐργαστηρίου Γεωπολιτισμικῶν Ἀναλύσεων, εἴχαμε παρατηρήσει ὅτι: «O Davutoğlu ἐντοπίζει καὶ τὶς διαφορετικὲς μορφὲς τῆς “τουρκικῆς ἀνετοιμότητος” γιὰ στρατηγικὴ ἀνάλυση τοῦ διαμορφωθέντος διεθνοῦς συστήματος, ὡς ἑξῆς:

α) ψυχολογική,

β) θεωρητική, καὶ

γ) θεσμικὴ ἀνετοιμότητα.

α) Ψυχολογικὴ ἀνετοιμότητα, διότι «ἡ Τουρκία ἀντιμετώπισε τὸ νέο διεθνὲςσκηνικὸ στὴν Κεντρικὴ Ἀσία μὲ συναισθηματισμοὺς καὶ νοσταλγικὰ ὁράματα, χωρὶς ψυχραιμία, χωρὶς πραγματισμό».

β) Θεωρητικὴ ἀνετοιμότητα, λόγῳ τῆς «ἐλλείψεως Πανεπιστημιακῶν καὶ Ἐρευνητικῶν Κέντρων, ἱκανῶν νὰ ἀξιολογήσουν ὀρθῶς καὶ ἐπιστημονικῶς τὰ νέα μεταψυχροπολεμικὰ δεδομένα καὶ νὰ προβοῦν σὲ ὑγιεῖς Στρατηγικὲς Ἀναλύσεις». Ἀναφερόμενος στὰ αἴτια τῆς «θεωρητικῆς ἀνετοιμότητος», ὁ Davutoğlu γράφει χαρακτηριστικῶς: «Δύο εἶναι οἱ κύριοι λόγοι αὐτῆς τῆς ἀνετοιμότητος: ὁ ἕνας εἶναι Ἱστορικός, ἐνῷ ὁ ἄλλος Ἰδεολογικός. (...) Ἡ ἱστορία τῆς Νεωτέρας Τουρκικῆς Διπλωματίας, ἀρχίζουσα ἀπὸ τὴν περίοδο τοῦ Κάρλοβιτς καὶ διασχίζουσα τὴν περίοδο τῶν Τανζιμάτ, ἔχει ὡς ὑπόβαθρο τὶς εὐρωπαϊκὲς παραμέτρους καὶ τὶς γραμμὲς ἀμύνης τοῦ ἄξονος Μέσης Ἀνατολῆς - Βαλκανίων. Σὲ αὐτὴν τὴν περίοδο, ἡ Στρατηγικὴ ἀντίληψις, οἱ πολιτικοὶ καὶ Πολιτιστικοὶ παράγοντες, τὸ Θεσμικὸ Οἰκοδόμημα καὶ ἡ Ἐξωτερικὴ Πολιτικὴ εἶχαν ὡς ἐπίκεντρο τὴν Διπλωματία τῶν Μεγάλων Δυνάμεων καὶ τὴν Εὐρώπη».

Εἶναι φανερὰ λοιπὸν ἡ ἔλλειψις ὀθωμανικῆς / τουρκικῆς διπλωματικῆς παραδόσεως ἀναλόγου μεγέθους, προσηνατολισμένης πρὸς τὴν Ἀσία. Ἐρχόμενος τώρα στὴν ἀνάλυση τοῦ δευτέρου λόγου τῆς «ἀνετοιμότητος» ὁ Davutoğlu, ἀναφέρει: «Ὁ ἰδεολογικὸς λόγος δὲν εἶναι ἄλλος ἀπὸ τὴν συνεχῆ προσπάθεια ἐκδυτικισμοῦ, ἡ ὁποία εἶχε ὡς πρότυπον τὴν Εὐρώπη».

Συνεπῶς, ἐξυπονοεῖται ὅτι ἡ Κεντρικὴ Ἀσία ὡς γεωστρατηγικὸς στόχος καὶ «ζωτικὸς χῶρος» γιὰ τὴν Τουρκία, εἶχε περιέλθει σὲ δευτερεύουσα, ὑποδεεστέραν μοῖρα, κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ εἰκοστοῦ αἰῶνος. Τὴν σημασία τοῦ «ἰδεολογικοῦ αἰτίου» ἐνισχύει, κατὰ τὸν Davutoğlu, καὶ μία ἄλλη παράμετρος, ἡ ὁποία ἔχει σχέση μὲ τὰ χαρακτηριστικὰ τῆς ψυχροπολεμικῆς περιόδου: «Ἡ στατικὴ ἀντίληψις τοῦ Διπολικοῦ Κόσμου, οἱ ἰδεολογικοὶ νάρθηκες, καθὼς καὶ ἡ πρωτοκαθεδρία τῶν δύο ὑπερδυνάμεων στὴν λήψη στρατηγικῶν ἀποφάσεων, δὲν ἄφηναν πεδία διαφορετικῶν ἰδεολογικῶν καὶ στρατηγικῶν προσεγγίσεων».

γ) Θεσμικὴ ἀνετοιμότης. Ὁ Davutoğlu ἐπικρίνει τὴν Ἐξωτερικὴ Πολιτικὴ τῆς Τουρκίας, ἄρα τοῦ στρατιωτικοῦ κατεστημένου, τονίζοντας ὅτι «(αὐτὴ) στὴν χάραξη καὶ ἐφαρμογὴ τῆς Κεντροασιατικῆς πολιτικῆς της, δὲν ἔχει ἀξιοποιήσει οὔτε τὴν γεωγραφικὴ θέση της, οὔτε τὸ δημογραφικὸ δυναμικό της» —τοὐλάχιστον μέχρι τὴν στιγμὴ ἐκδόσεως τοῦ ἔργου του, τὸ 2001. Ἀσκεῖ ἔντονη κριτική, ἰδίως στὸ τουρκικὸ στρατιωτικο-πολιτικὸ καὶ γραφειοκρατικὸ κατεστημένο, ἐπειδὴ «(αὐτὸ) ἀπέτυχε νὰ συντονίσει ὄχι μόνον τὶς ἐπὶ μέρους πολιτικὲς τῆς χώρας στὴν Δυτικὴ καὶ Κεντρικὴ Ἀσία, ἀλλὰ καὶ τὰ Κέντρα Ἀσκήσεως Ἐξωτερικῆς Πολιτικῆς, μὲ στόχο τὴν μεγιστοποίηση τῶν κερδῶν καὶ τῆς ἐπιρροῆς τῆς Ἀγκύρας».

Γιὰ τὴν ἄσκηση ἀποτελεσματικωτέραςς ἐξωτερικῆς πολιτικῆς, προτείνει «νὰ θυσιάζεται ἡ Μικροστρατηγικὴ στὸν βωμὸ τῆς Μακροστρατηγικῆς» Παρατηροῦμε στὸ σημεῖο αὐτὸ σημαντικὲς ὁμοιότητες μὲ τὸ ὀζαλικὸ γεωστρατηγικὸν ὅραμα ὅπως ἐπαρουσιάζετο ἀπὸ τὸν μακαρίτη Τ. Ὀζὰλ ὁ ὁποῖος, ὅπως ἀναφέρει ὁ Ἠλίας Ἠλιόπουλος, ἀνενδιάστως «ἀνεκήρυσσε τὴν ἐν λόγῳ γεωγραφικῇ περιοχὴ [:τῆς Κεντρικῆς Ἀσίας] σὲ “φυσικὸ καὶ ἱστορικὸ χῶρο ἐπιρροῆς τῆς Τουρκίας” καὶ ὁ ὁποῖος ἐν ὄψει τῆς ἀποσχίσεως τῆς Κεντρικῆς Ἀσίας ἀπὸ τὴν Μόσχα ἔκαμε λόγο γιὰ “τὴν ἱστορικὴν εὐκαιρία τοῦ Παγκοσμίου Τουρκισμοῦ”».

Ἐπίσης ὁ μακαρίτης Ὀζάλ, “στρέφοντας τὸ βλέμμα πρὸς τὴν Βαλκανική, ὡμίλησε περὶ «εὐκαιριῶν οἱ ὁποῖες παρουσιάζονται κάθε 300 χρόνια», ἐξηγῶντας ὅτι «ἡ παροῦσα ἱστορικὴ συγκυρία δίδει στὴν Τουρκία τὴν δυνατότητα, διὰ τῆς ἐνεργοποιήσεως τῶν μουσουμανικῶν μειονοτήτων στὴν Ἀλβανία, τὴν Γιουγκοσλαβία, τὴν Βουλγαρία καὶ τὴν Ἑλλάδα, νὰ ἀναστρέψει τὴν πορεία συρρικνώσεώς της, ποὺ ξεκίνησε πρὸ τῶν τειχῶν τῆς Βιέννης”».

Τὰ λεχθέντα περὶ “ἐνεργοποιήσεως” τῶν μουσουλμανικῶν μειονοτήτων Ἑλλάδος, Ἀλβανίας, Γιουγκοσλαβίας καὶ Βουλγαρίας, ποὺ ἀπετελοῦσαν καὶ γεωστρατηγικὸ σχεδιασμὸ τοῦ μακαρίτου Ὀζάλ, ἰδιαιτέρως δὲ μετὰ τὴν ἐπαρκῆ τους “ἐνεργοποίηση” στὴν περίπτωση τῆς Γιουγκοσλαβίας (!), ἴσως εἶναι σκόπιμον νὰ τὰ λαμβάνομε συχνότερον ὑπ’ ὄψει εἰς τὴν ἡμετέρα εὐτυχῆ πατρίδα. Ἰδίως ὅταν ἀποδειχθεῖ ὅτι ὁ σχεδιασμὸς αὐτὸς δὲν ἔπαυσε νὰ ἰσχύει καὶ στὴν μεταγενεστέρα τουρκικὴ γεωστρατηγικὴ σκέψη, ὅπως αὐτὴ τοῦ κ. Davutoğlu, ἡ ὁποία παρουσιάζει, καὶ στὸ σημεῖο αὐτό, σημαντικὰ κοινὰ στοιχεῖα μὲ τὸν ὀζαλικὸ νεο-ὀθωμανισμό. Ἐπὶ πλέον στὸ σύγχρονο νεο-ὀθωμανικὸ στρατηγικὸ σχεδιασμό, τίθενται ἀδιαλείπτως καὶ οἱ γεωστρατηγικὲς βλέψεις τῆς Ἀγκύρας στὴν ζώνη: Ἀνατολικὸ Αἰγαῖο-Κύπρος μὲ τρόπο ὁ ὁποῖος διαθέτει μόνιμες ἰδιότητες γεωστρατηγικῆς φύσεως.

Πρὸς ἐπίρρωσιν τῶν ἀνωτέρω, ὁ ἐπιφανὴς τοῦρκος Καθηγητὴς Διεθνῶν Σχέσεων τοῦ Πανεπιστημίου τοῦ Göttingen, δρ Bassam Tibi ἀναφέρει σχετικῶς πρὸς τήν κρατοῦσα μέχρι σήμερα, ἀπὸ τὴν δεκαετία τοῦ 1990, ἰδεολογικο-πολιτικὴ πάλη στὴν πολιτικὴ καὶ πολιτιστικὴ ζωὴ τῆς Τουρκίας: «Στὴν τουρκικὴ πολιτικὴ διεξάγεται ἕνας σκληρὸς ἀγὼν μεταξὺ τοῦ ἰσλαμικοῦ ζηλωτισμοῦ ποὺ ἔχει νεο-ὀθωμανικὸ-παντουρκικὸ προσανατολισμὸ [des neoosmanisch-pantürkisch orientierten islamischen Fundamentalismus] καὶ τοῦ κεμαλιστικοῦ σεκουλαρισμοῦ» [...] «Στὶς μέρες μας [δηλ. τὸ 1998, ὅταν ἐξεδόθη τὸ βιβλίο] λαμβάνει χώρα [στὴν Τουρκία] μιὰ ἐπαναξιολόγησις τοῦ Ὀθωμανισμοῦ. Δὲν πρόκειται ἐδῶ ἁπλῶς καὶ μόνον γιὰ μιὰ ἰδεολογία, ἀλλὰ γιὰ διαφορετικὲς γεωπολιτικὲς συνθῆκες».

Καὶ ἐξειδικεύοντας ὁ Tibi στὴν περίπτωση τοῦ Ἐρμπακάν, ἀναφέρει: 

«Στὴν ἰδεολογία τοῦ Ἐρμπακάν, καὶ τῶν μέχρι τοῦδε τριῶν κομμάτων του, εἶναι φανερὰ ἡ ἰδιαιτέρα μῖξις τοῦ παραδοσιακοῦ Ἰσλάμ, τοῦ θρησκευτικοῦ Ζηλωτισμοῦ —τοῦ ἀποκαλουμένου “Ἰσλαμισμοῦ” στὸν κόσμο τοῦ Ἰσλὰμ— καθὼς καὶ τοῦ Τουρκικοῦ Ἐθνικισμοῦ. Τὸ ἀποτέλεσμα εἶναι ἕνας Παντουρκικὸς νεο-ὀθωμανισμός». Εἰς ὅ,τι ἀφορᾷ τώρα τὴν άποψη τοῦ Davutoğlu περὶ συγκρούσεως κατευθυνομένης ἀπὸ τὰ Ἀμερικανικὰ Ἰδεολογήματα τῆς Οὐάσιγκτων, ἀλλὰ καὶ τὸ «ἀδιαίρετο καὶ συμπαγὲς τῆς ὅμα καὶ τοῦ Ἰσλαμικοῦ Κόσμου» ὁ Tibi ἀντιπαραθέτει, μὲ ἀρκετὰ καυστικὸ τρόπο εἶναι ἀλήθεια, τὸν ἐνδο-τουρκικὸ καὶ ἐνδο-ἰσλαμικὸ ἰδεολογικὸ καὶ πολιτισμικὸ πόλεμο.

Ἀναφέρει χαρακτηριστικῶς ὅτι: 

«Ἡ σύγκρουσις τῶν πολιτισμῶλαμβάνει χώρα πρωτίστως ἐντὸς τῶν ὁρίων τοῦ Ἰσλαμικοῦ Πολιτισμοῦ. Ὅσον ἀφορᾷ τὴν Τουρκία, τὸ ἐνδιαφέρον ἔγκειται στὸ ὅτι ἡ σύγκρουσις ἐδῶ, δὲν διεξάγεται μεταξὺ τῆς “Δύσεως” καὶ τοῦ “Ἰσλάμ”, ἀλλ’ ἐνδο-τουρκικῶς, ἄρα ἐντὸς τοῦ Ἰσλαμικοῦ Πολιτισμοῦ, ἀφοῦ στὴν συγκεκριμένη περίπτωση, οἱ Τοῦρκοι Κεμαλιστὲς μάχονται μὲ τοὺς ἐξ ἴσου Τούρκους Ἰσλαμιστές».

Τὰ στοιχεῖα αὐτὰ ἀποδεικνύουν ὅτι εἰς τὴν εὐτυχῆ Ἑλλάδα πρέπει πρωτίστως νὰ ἀντιληφθοῦμε εἰς ποίαν μορφὴ πολιτικῆς καὶ πολιτισμικῆς σκέψεως ὑπακούει ὁ διεθνὴς δρῶν ποὺ λέγεται Τουρκία. 

Κατόπιν νὰ ἀποφασίσομε γιὰ τὰ περὶ «πολιτικῆς ἐξημερώσεως» τὴν ὁποίαν καὶ ἀσκοῦντες ὑποτίθεται ὅτι δυνάμεθα νὰ ἐλπίζομε πὼς θὰ ἀλλάξομε τὸν τρόπο σκέψεως τῆς συμμάχου καὶ γείτονος Τουρκίας στὰ ἀφορῶντα τὶς μεταξύ μας σχέσεις.

Δὲν νομίζομε πάντως ὅτι αὐτοῦ τοῦ εἴδους ἡ πολιτικὴ ἐπηρεάζει τελικῶς τοὺς νόες τῶν γεωστρατηγικῶν σχεδιαστῶν τοῦ ὁράματος τῆς νεο-ὀθωμανικῆς Τουρκίας. Μόνον καθοριστικὲς γεωστρατηγικὲς ἀλλαγὲς εἶναι εἰς θέσιν νὰ τὸ ἐπιτύχουν καὶ ἡ προσεκτικὴ ἀξιολόγησις ἀπὸ πλευρᾶς Ἑλλάδος τοῦ πλαισίου τῶν ἀλλαγῶν αὐτῶν. Καὶ αὐτές, ἐὰν προκύψουν, θὰ προέλθουν ἀπὸ τὴν ἐπίλυση τοῦ Ἰρακινοῦ Ζητήματος καὶ τὴν διαφαινομένη τριχοτόμηση τοῦ ἰρακινοῦ μορφώματος ὑπὸ μορφὴν χαλαρᾶς συνομοσπονδίας τριῶν κρατικῶν ὀντοτήτων (Μοσούλης, Βαγδάτης καὶ Βασόρας), τὴν δημιουργία Ἀνεξαρτήτου Παλαιστινιακοῦ Κράτους ἀλλὰ καὶ τὴν ἀσφάλεια τοῦ Κράτους τοῦ Ἰσραήλ, τὸ ὁποῖον ἔχει σαφῶς καὶ τελεσιδίκως ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ τὴν Ἄγκυρα.

Ἐπίσης, ὑπὸ τὸ φῶς τῶν πολιτικῶν, πολιτειακῶν καὶ γεωστρατηγικῶν ἀνα- κατατάξεων στὴν περιοχὴ τοῦ Μάγρεμπ καὶ τῆς Εὐρυτέρας Μέσης Ἀνατολῆς, τὸ Ἰσραὴλ ἔχει ἀπόλυτη ἀνάγκη τῆς ἑλληνικῆς συνεργασίας εἰς ὅλα τὰ ἐπίπεδα: ἀμυντικό, οἰκονομικὸ καὶ πολιτικό. Προοπτικὲς γιὰ τὶς ὁποῖες ἡ Ἀθήνα θὰ πρέπει νὰ εἶναι προετοιμασμένη καὶ νὰ προχωρεῖ σὲ ὅλα τὰ ἐπίπεδα.

β) Ἡ σύγκρουσις τοῦ ἰσλαμικοῦ εὐρασιατισμοῦ μὲ τὴν σλαυορωσσικὴ πολιτισμικὴν ταὐτότητα…

…Ὁ Νταβούτογλου ἐπίσης, στὸ ἴδιο ἰδεολογικὸ πλαίσιο, δὲν διστάζει νὰ δημιουργήσει μιὰ ἰσλαμική «εὐρασιατικὴ ταὐτότητα» τὴν ὁποία ἐντοπίζει «ἀπὸ τὴν Ἀλβανία ἕως τὸ Καζάν, ἀπὸ τὴ Βοσνία ὡς τὸ Τσετσενιστάν, ἀπὸ τὴν Κριμαία ὡς τὸ Τατζικιστάν»

Κατόπιν δὲν διστάζει νὰ ἐντοπίσει θεμελιώδη ἐχθρότητα μεταξὺ αὐτῆς τῆς «ἰσλαμικῆς εὐρασιατικῆς ταὐτότητος» καὶ «τῆς σλαυϊκῆς καὶ ρωσσικῆς ἐπιρροῆς».

Ἀναφέρει χαρακτηριστικῶς: 

«Τὸ σημαντικώτερον στοιχεῖο ποὺ μπορεῖ νὰ ἐξουδετερώσει τὴν σλαυϊκὴ καὶ ρωσσικὴ ἐπιρροὴ σὲ αὐτὲς τὶς περιοχὲς εἶναι ἡ ἀντίπαλος πολιτισμικὴ111 δύναμις ἀντιστάσεως ποὺ προσφέρει ἡ ἰσλαμικὴ ταὐτότης». Καὶ συνεχίζει, προσδίδοντας ἀκόμη μιὰ φορά, «ἐθνικὰ μειονοτικὰ χαρακτηριστικὰ» στὴν «εὐρασιακὴ ἰσλαμικὴ ταὐτότητα».

Γράφει:

«Ἡ ἀπόκτησις τῆς συναισθήσεως τῆς κοινῆς μοίρας ἀπὸ τὶς ἐν λόγῳ κοινότητες, καθιστᾷ τὴν ἰσλαμικὴ ταὐτότητα, μέρος μιᾶς κοινῆς μειονοτικῆς αἰσθήσεως». Εἶναι λοιπὸν ἁπλοῦν: ἀφ’ ἑνὸς προτείνει τὴν σύγκρουση μεταξὺ τῶν δύο ταὐτοτήτων καὶ ἀφ’ ἑτέρου ὀργανώνει σὲ κοινὴ ἐθνικὴ μειονοτικὴ ὀντότητα τὶς ἰσλαμικὲς εὐαρασιατικὲς κοινότητες. Τρομερὰ ὑπαραπλούστευσις φυσικά, ἡ ὁποία ὅμως δὲν ἀφήνει ἀμφοβολίες γιὰ τὸν ἐπιδιωκόμενο στόχο ἀπὸ πλευρᾶς Νταβούτογλου: τὴν προβολὴ πάσης φύσεως τουρκικῆς ἰσχύος στὴν Εὐρασία μέσῳ τοῦ εὐφευρήματος τοῦ «ἰσλαμικοῦ εὐαρασιατισμοῦ» καὶ τοῦ τουρκικοῦ νεο-ὀθωμανικοῦ ὀχήματος. Ἐδῶ συνεπῶς ὁ Νταβούτογλου προτείνει γεωστρατηγικῆς φύσεως σύγκρουση μεταξὺ σλαυο-ρωσσικοῦ στοιχείου καὶ ἰσλαμοεὐρασιατικοῦ στοιχείου!

Ἐξαιρετικῶς... «εἰρηνικὴ ἀντίληψις» γιὰ κάποιον ποὺ πρεσβεύει τὴν θεωρία τῶν «μηδενικῶν τριβῶν μὲ τοὺς γείτονας»!

7) Ποιοι υποσχέθηκαν στον Εβραίο Davutoğlu..παγκόσμιο Ισλαμικό Χαλιφάτο 7) Ποιοι υποσχέθηκαν στον Εβραίο Davutoğlu..παγκόσμιο Ισλαμικό Χαλιφάτο Reviewed by diaggeleas on 3.7.21 Rating: 5

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Παρακαλώ να γράφετε με Ελληνικούς χαρακτήρες και να είστε κόσμιοι στις εκφράσεις σας. Οποιοδήποτε άλλο σχόλιο με γκρικλις και ξένη γλώσσα θα διαγράφετε. Ευχαριστώ!

Από το Blogger.